ΜΕΓΑΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ

Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού,Ελέησόν με τον αμαρτωλόν







ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΙΩΑΝΝΟΥ ΙΑ'

Οἱ δύο μάρτυρες

 

1 Ὕστερα μοῦ ἐδόθηκε ἕνα καλάμι ὅμοιο μὲ ραβδὶ καὶ μοῦ εἶπαν, «Σήκω καὶ μέτρησε τὸν ναὸν τοῦ Θεοῦ καὶ τὸ θυσιαστήριον καὶ ἐκείνους ποὺ προσκυνοῦν ἐκεῖ,

2 ἀλλὰ τὴν ἐξωτερικὴν αὐλὴν τοῦ ναοῦ νὰ τὴν ἐξαιρέσῃς. Μὴ τὴν μετρήσῃς, διότι ἐδόθηκε εἰς τοὺς ἐθνικοὺς καὶ θὰ καταπατήσουν τὴν πόλιν τὴν ἁγίαν ἐπὶ σαράντα δύο μῆνες.

3 Καὶ θὰ δώσω ἐντολὴν εἰς τοὺς δύο μάρτυράς μου νὰ προφητεύσουν ἐπὶ χιλίας διακοσίας ἑξῆντα ἡμέρας, ντυμένοι μὲ σάκους».

4 Αὐτοὶ εἶναι αἱ δύο ἐλαῖαι καὶ αἱ δύο λυχνίαι, ποὺ βρίσκονται ἐμπρὸς εἰς τὸν Κύριον τῆς γῆς,

5 καὶ ἂν κανεὶς θέλῃ νὰ τοὺς βλάψῃ, βγαίνει φωτιὰ ἀπὸ τὸ στόμα των καὶ κατατρώγει τοὺς ἐχθρούς των· ἔτσι πρέπει νὰ σκοτωθῇ ὅποιος θελήσῃ νὰ τοὺς βλάψῃ.

6 Αὐτοὶ ἔχουν ἐξουσίαν νὰ κλείσουν τὸν οὐρανὸν γιὰ νὰ μὴν πέσῃ βροχὴ κατὰ τὰς ἡμέρας τῆς προφητείας των. Ἔχουν ἐπίσης ἐξουσίαν νὰ μεταβάλουν τὰ νερὰ εἰς αἷμα καὶ νὰ πατάξουν τὴν γῆν μὲ οἱανδήποτε πληγήν, ὅταν τὸ θελήσουν.

7 Ἀλλ’ ὅταν τελειώσουν τὴν μαρτυρίαν των, τὸ θηρίον ποὺ ἀνεβαίνει ἀπὸ τὴν ἄβυσσον θὰ κάνῃ πόλεμον ἐναντίον των καὶ θὰ τοὺς νικήσῃ καὶ θὰ τοὺς σκοτώση.

8 Τὰ πτώματά των θὰ ἀφεθοῦν εἰς τὴν πλατεῖαν τῆς πόλεως τῆς μεγάλης, ἡ ὁποία ἀλληγορικῶς καλεῖται Σόδομα καὶ Αἴγυπτος, ὅπου καὶ ὁ Κύριός των ἐσταυρώθηκε.

9 Καὶ ἄνθρωποι ἀπὸ τοὺς λαούς, τὰς φυλάς, τὰς γλώσσας καὶ τὰ ἔθνη θὰ βλέπουν τὰ πτώματά των ἐπὶ τρεῖς καὶ μισὴ ἡμέρες καὶ δὲν θὰ ἐπιτρέψουν νὰ ταφοῦν σὲ μνῆμα.

10 Οἱ κάτοικοι τῆς γῆς θὰ χαροῦν διὰ τὸν θάνατόν τους καὶ θὰ εὐφρανθοῦν καὶ θὰ στείλουν ὁ ἕνας εἰς τὸν ἄλλον δῶρα, διότι οἱ δύο αὐτοὶ προφῆται ἐβασάνισαν τοὺς κατοίκους τῆς γῆς.

11 Καὶ μετὰ τὰς τρεῖς καὶ μισὴ ἡμέρας πνοὴ ζωῆς ἀπὸ τὸν Θεὸν ἐμπῆκε μέσα τους καὶ στάθηκαν εἰς τὰ πόδια τους, καὶ φόβος μεγάλος κατέβαλε ἐκείνους ποὺ τοὺς ἔβλεπαν.

12 Τότε ἄκουσα φωνὴν δυνατὴν ἀπὸ τὸν οὐρανὸν ποὺ τοὺς ἔλεγε, «Ἀνεβῆτε ἐδῶ». Καὶ ἀνέβηκαν εἰς τὸν οὐρανόν, μέσα σὲ σύννεφο, καὶ οἱ ἐχθροί των τοὺς εἶδαν.

13 Κατ’ ἐκείνην τὴν ὥραν ἔγινε μεγάλος σεισμὸς καὶ τὸ δέκατον τῆς πόλεως ἔπεσε καὶ ἐφονεύθησαν ἀπὸ τὸν σεισμὸν ἑπτὰ χιλιάδες· οἱ λοιποὶ ἐφοβήθησαν καὶ ἐδόξασαν τὸν Θεὸν τοῦ οὐρανοῦ.

14 Τὸ δεύτερον οὐαὶ ἐπέρασε· τὸ τρίτον οὐαὶ ἔρχεται γρήγορα.

 

Ἡ ἑβδομη σάλπιγγα

 

15 Τότε ἐσάλπισε ὁ ἕβδομος ἄγγελος καὶ ἀκούσθησαν φωναὶ δυναταὶ εἰς τὸν οὐρανὸν αἱ ὁποῖαι ἔλεγαν, «Ἡ βασιλεία τοῦ κόσμου ἔγινε βασιλεία τοῦ Κυρίου μας καὶ τοῦ Χριστοῦ του καὶ θὰ βασιλεύσῃ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων».

16 Καὶ οἱ εἴκοσι τέσσερις πρεσβύτεροι, ποὺ ἦσαν ἐμπρὸς εἰς τὸν θρόνον τοῦ Θεοῦ, καθήμενοι εἰς τοὺς θρόνους των, ἔπεσαν κάτω μὲ τὰ πρόσωπά των καὶ προσκύνησαν  τὸν Θεὸν

17 καὶ ἔλεγαν, «Σὲ εὐχαριτοῦμεν, Κύριε Θεὲ Παντοκράτορ, σὺ ποὺ ὑπάρχεις καὶ ὑπῆρχες καὶ θὰ ἔλθῃς, διότι ἀνέλαβες τὴν δύναμίν σου τὴν μεγάλην καὶ ἐβασίλευσες.

18 Τὰ ἔθνη ὠργίσθησαν ἀλλὰ ἦλθε ἡ ὀργή σου καὶ ὁ καιρὸς νὰ κριθοῦν οἱ νεκροὶ καὶ νὰ ἀνταμείψῃς τοὺς δούλους σου τοὺς προφήτας καὶ τοὺς ἁγίους καὶ ἐκείνους ποὺ φοβοῦνται τὸ ὄνομά σου, τοὺς μικροὺς καὶ τοὺς μεγάλους, καὶ νὰ καταστρέψῃς ἐκείνους ποὺ καταστρέφουν τὴν γῆν».

19 Τότε ἄνοιξε ὁ ναὸς τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι εἰς τὸν οὐρανόν, καὶ ἐφάνηκε ἡ κιβωτὸς τῆς διαθήκης τοῦ Κυρίου εἰς τὸν ναόν του, καὶ ἔγιναν ἀστραπαί, φωναί, βρονταί, σεισμὸς καὶ χάλαζα μεγάλη.