ΜΕΓΑΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ

Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού,Ελέησόν με τον αμαρτωλόν







ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΙΩΑΝΝΟΥ Δ'

1 Ὕστερα ἀπὸ αὐτά, ἐκύτταξα καὶ ἰδού, μία πόρτα ἀνοικτὴ εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἡ φωνὴ ἡ πρώτη, ποὺ εἶχα ἀκούσει νὰ μοῦ μιλῇ σὰν σάλπιγγα, ἔλεγε, «Ἀνέβα ἐδῶ καὶ θὰ σοῦ δείξω ἐκεῖνα ποὺ πρέπει νὰ γίνουν ὕστερα ἀπὸ αὐτά».

2 Καὶ ἀμέσως ἦλθεν ἐπ’ ἐμὲ τὸ Πνεῦμα καὶ ἰδού, ἕνας θρόνος ἦτο τοποθετημένος εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ εἰς τὸν θρόνον ἐκαθότανε,

3 κάποιος, ὅμοιος, κατὰ τὴν ἐμφάνισιν, πρὸς τὸν πολύτιμον λίθον ἴασπιν καὶ τὸ σάρδιον, καὶ γύρω ἀπὸ τὸν θρόνον ἦτο οὐράνιον τόξο, ὅμοιον, κατὰ τὴν ἐμφάνισιν, μὲ σμάραγδον.

 

Ἡ ὅρασις τοῦ οὐρανοῦ

 

4 Γύρω ἀπὸ τὸν θρόνον ἦσαν εἴκοσι τέσσερις θρόνοι καὶ εἰς τοὺς θρόνους ἐκάθοντο εἴκοσι τέσσερις πρεσβύτεροι, οἱ ὁποῖοι ἐφοροῦσαν λευκὰ ἐνδύματα καὶ εἰς τὰ κεφάλια τους εἶχαν χρυσὰ στεφάνια.

5 Ἀπὸ τὸν θρόνον ἔβγαιναν ἀστραπαὶ καὶ φωναὶ καὶ βρονταί, καὶ ἐμπρὸς εἰς τὸν θρόνον ἔκαιαν ἑπτὰ πύρινες λαμπάδες, ποὺ εἶναι τὰ ἑπτὰ πνεύματα τοῦ Θεοῦ.

6 Ἐμπρὸς εἰς τὸν θρόνον ἦτο ἔκτασις ποὺ ἔμοιαζε μὲ γυάλινη θάλασσα, σὰν κρύσταλλο, καὶ εἰς τὸ μέσον τοῦ θρόνου καὶ γύρω του τέσσερα ζωντανὰ ὄντα μὲ μάτια ὁλόγυρα, ἐμπρὸς καὶ πίσω.

7 Τὸ πρῶτον ἦτο ὅμοιον μὲ λέοντα, τὸ δεύτερον ὅμοιον μὲ μόσχον, τὸ τρίτον εἶχε πρόσωπον ἀνθρώπινον καὶ τὸ τέταρτον ἦτο ὅμοιον μὲ ἀετὸν ποὺ ἐπετοῦσε.

8 Τὰ τέσσερα αὐτὰ ζωντανὰ ὄντα, μὲ ἕξη πτέρυγες τὸ καθένα, εἶχαν μάτια ὁλόγυρα, μέσα καὶ ἔξω, καὶ δὲν παύουν νὰ ψάλλουν ἡμέραν καὶ νύχτα: «Ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος, Κύριος ὁ Θεὸς ὁ Παντοκράτωρ ὁ ὁποῖος ὑπῆρχε, ὑπάρχει καὶ ἔρχεται».

9 Καὶ ὅταν τὰ ζωντανὰ ὄντα δοξάζουν, τιμοῦν καὶ εὐχαριστοῦν τὸν καθήμενον εἰς τὸν θρόνον ποὺ ζῆ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων,

10 πέφτουν οἱ εἴκοσι τέσσερις πρεσβύτεροι ἐμπρὸς εἰς τὸν καθήμενον εἰς τὸν θρόνον καὶ προσκυνοῦν αὐτὸν ποὺ ζῆ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων καὶ θέτουν τὰ στεφάνια τους ἐμπρὸς εἰς τὸν θρόνον καὶ λέγουν,

11 «Ἄξιος εἶσαι σύ, ὁ Κύριος ὁ Θεός μας, νὰ λάβῃς τὴν δόξαν καὶ τὴν τιμὴν καὶ τὴν δύναμιν, διότι σὺ ἐδημιούργησες τὰ πάντα καὶ μὲ τὸ θέλημά σου ἔλαβαν ὑπόστασιν καὶ ἐδημιουργήθησαν».