ΜΕΓΑΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ

Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού,Ελέησόν με τον αμαρτωλόν







ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΙΩΑΝΝΟΥ ΙΗ'

Ἡ πτῶσις τῆς μεγάλης πόλεως

 

1 Ὕστερα ἀπὸ αὐτά, εἶδα ἄλλον ἄγγελον νὰ κατεβαίνῃ ἀπὸ τὸν οὐρανόν, μὲ μεγάλην ἐξουσίαν καὶ ἡ γῆ ἐφωτίσθηκε ἀπὸ τὴν λαμπρότητά του,

2 καὶ ἐφώναξε μὲ δυνατὴν φωνὴν καὶ εἶπε, «Ἔπεσε, ἔπεσε ἡ Βαβυλὼν ἡ μεγάλη καὶ ἔγινε κατοικία δαιμονίων, καταφύγιο διὰ κάθε πνεῦμα ἀκάθαρτον, καταφύγιον διὰ κάθε ἀκάθαρτον καὶ μισητὸν ὄρνεον,

3 διότι ὅλα τὰ ἔθνη ἔχουν πιῆ ἀπὸ τὸ κρασὶ τοῦ πάθους τῆς πορνείας της καὶ οἱ βασιλεῖς τῆς γῆς ἐπόρνευσαν μὲ αὐτὴν καὶ οἱ ἔμποροι τῆς γῆς ἐπλούτισαν ἀπὸ τὸν πλοῦτον τῆς χλιδῆς της».

4 Ὕστερα ἄκουσα ἄλλην φωνὴν ἀπὸ τὸν οὐρανὸν νὰ λέγῃ, «Βγὲς ἔξω ἀπ’ αὐτήν, λαέ μου, διὰ νὰ μὴ γίνετε μέτοχοι τῶν ἁμαρτιῶν της καὶ συμμερισθῆτε τὰς πληγάς της·

5 διότι αἱ ἁμαρτίαι της ἔφθασαν ἕως τὸν οὐρανὸν καὶ ἐθυμήθηκε ὁ Θεὸς τὰ ἐγκλήματά της.

6 Νὰ τῆς ἀνταποδώσετε ὅπως καὶ αὐτὴ ἀνταπέδωκε, νὰ τῆς πληρώσετε διπλᾶ σύμφωνα πρὸς τὰ ἔργα της· εἰς τὸ ποτῆρι, ποὺ ἔκανε τὸ δικό της μῖγμα, δῶστε της διπλῆν ποσότητα μίγματος.

7 Ὅσον ἐδόξασε τὸν ἑαυτόν της καὶ παραδόθηκε εἰς ἀκολασίαν, τοσον βασανίστε την καὶ κάμετέ την νὰ πενθήσῃ, ἐπειδὴ μέσα της λέγει, «Κάθομαι σὰν βασίλισσα, δὲν εἶμαι χήρα καὶ δὲν θὰ ἰδῶ πένθος».

8 Γι’ αὐτὸ θὰ ἔλθουν σὲ μιὰ ἡμέρα αἱ πληγαί της, θάνατος, πένθος καὶ πεῖνα, καὶ θὰ καῇ μὲ φωτιὰ, διότι εἶναι ἰσχυρὸς ὁ Κύριος ὁ Θεὸς ποὺ τὴν ἔκρινε.

9 Θὰ τὴν κλάψουν καὶ θὰ τὴν θρηνήσουν οἱ βασιλεῖς τῆς γῆς, ποὺ ἐπόρνευσαν μαζί της καὶ διέπραξαν ἀκολασίες, ὅταν θὰ ἰδοῦν τὸν καπνὸν τῆς φωτιᾶς της·

10 θὰ στέκωνται μακρυὰ ἀπὸ τὸν φόβον τοῦ βασανισμοῦ της καὶ θὰ λέγουν, «Οὐαί, οὐαί, ἡ πόλις ἡ μεγάλη Βαβυλών, ἡ πόλις ἡ δυνατή, σὲ μιὰ ὥρα ἦλθε ἡ καταδίκη σου».

11 Οἱ ἔμποροι τῆς γῆς ἐπίσης θὰ κλάψουν καὶ θὰ πενθήσουν γι’ αὐτήν,

12 διότι τὸ φορτίον τους κανεὶς δὲν θὰ τὸ ἀγοράζῃ πλέον, φορτίον ἀπὸ χρυσάφι καὶ ἀσῆμι, πολύτιμους λίθους καὶ μαργαριτάρια, λινὰ καὶ πορφύραν, μεταξωτὰ καὶ κόκκινα· κάθε ξύλον μυρωδᾶτο καὶ ἀντικείμενο ἐλεφάντινον, καὶ κάθε πρᾶγμα ἀπὸ πολύτιμον ξύλον, χαλκὸν, σίδηρον ἢ μάρμαρον·

13 κινάμωμον καὶ ἄμωμον, θυμιάματα, μύρον καὶ λιβάνι· κρασὶ, λάδι, σιμιγδάλι καὶ σιτάρι, ζῶα καὶ πρόβατα, ἄλογα, ἁμάξια, δούλους καὶ ψυχὰς ἀνθρώπων.

14 «Τὰ φροῦτα ποὺ ἐπιθυμοῦσε ἡ ψυχή σου ἐχάθηκαν ἀπὸ σὲ καὶ ὅλα τὰ λιπαρὰ καὶ τὰ λαμπρὰ ἔφυγαν ἀπὸ σὲ καὶ δὲν θὰ τὰ βρεῖς πλέον».

15 Οἱ ἐμπορευόμενοι εἰς ὅλα αὐτὰ τὰ εἴδη, ποὺ ἐπλούτισαν ἀπὸ αὐτήν, θὰ σταθοῦν μακρυὰ ἀπὸ τὸν φόβον τοῦ βασανισμοῦ της, θὰ κλαίουν καὶ θὰ πενθοῦν

16 καὶ θὰ λέγουν, «Ἀλλοίμονον, ἀλλοίμονον, ἡ πόλις ἡ μεγάλη, ποὺ φοροῦσε ἐκλεκτὸν λινὸν καὶ πορφυρὸν καὶ κόκκινον ἔνδυμα, καὶ ἦτο στολισμένη μὲ χρυσάφι καὶ πολύτιμους λίθους καὶ μαργαριτάρια,

17 σὲ μιὰ ὥρα ἐρημώθηκε ὅλος αὐτὸς ὁ πλοῦτος». Ὅλοι οἱ κυβερνῆται πλοίων καὶ θαλασσοπόροι, οἱ ναῦται καὶ ὅσοι ἔμπορεύονται διὰ θαλάσσης ἐστάθηκαν ἀπὸ μακρυὰ καὶ ἐφώναζαν, ὅταν ἔβλεπαν τὸν καπνὸν τῆς φωτιᾶς της,

18 καὶ ἔλεγαν, «Ὑπῆρξε ποτὲ πόλις σὰν τὴν πόλιν τὴν μεγάλην;».

19 Καὶ ἔρριχναν χῶμα εἰς τὰ κεφάλια τους καὶ ἐφώναζαν κλαίοντες καὶ πενθοῦντες, καὶ ἔλεγαν, «Ἀλλοίμονον, ἀλλοίμονον, ἡ πόλις ἡ μεγάλη, εἰς τὴν ὁποίαν ὅλοι ὅσοι εἶχαν πλοῖα εἰς τὴν θάλασσαν ἐπλούτισαν ἀπὸ τὸν πλοῦτόν της.

20 Σὲ μιὰ ὥρα ἐρημώθηκε». Χαρῆτε, οὐρανὲ καὶ σεῖς οἱ ἅγιοι καὶ οἱ ἀπόστολοι καὶ οἱ προφῆται, διότι ὁ Θεὸς σᾶς ἐδικαίωσε διὰ τῆς ἐναντίον της κρίσεως.

21 Καὶ ἕνας ἄγγελος δυνατὸς ἐσήκωσε μιὰ πέτρα, σὰν μιὰ μεγάλη μυλόπετρα καὶ τὴν ἔρριξε εἰς τὴν θάλασσαν καὶ εἶπε, «Ἔτσι μὲ ὁρμὴν θὰ καταπέσῃ ἡ Βαβυλών, ἡ πόλις ἡ μεγάλη, καὶ δὲν θὰ βρεθῇ πλέον.

22 Καὶ φωνὴ κιθαρωδῶν καὶ μουσικῶν, αὐλητῶν καὶ σαλπιγγτῶν δὲν θ’ ἀκουσθῇ πλέον σ’ ἐσέ· καὶ τεχνίτης οἱουδήποτε εἴδους τέχνης δὲν θὰ βρεθῇ πλέον σ’ ἐσὲ καὶ θόρυβος μύλου δὲν θ’ ἀκουσθῇ πλεόν σ’ ἐσέ·

23 φῶς ἀπὸ λυχνάρι δὲν θὰ φέξῃ πλέον σ’ ἐσέ· φωνὴ γαμβροῦ καὶ νύφης δὲν θ’ ἀκουσθῇ πλέον σ’ ἐσέ. Οἱ ἔμποροί σου ἦσαν οἱ μεγιστᾶνες τῆς γῆς καὶ μὲ τὴν μαγείαν σου ἐπλανήθησαν ὅλα τὰ ἔθνη».

24 Τὸ αἷμα προφητῶν καὶ ἁγίων εὑρέθηκε σ’ αὐτὴν καὶ ὅλων ποὺ ἔχουν σφαγῆ εἰς τὴν γῆν».