ΜΕΓΑΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ

Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού,Ελέησόν με τον αμαρτωλόν





  • banner

  • banner

  • banner


Ὁ Ὅσιος Νικήτας ἐκ Θηβῶν

Ημ. Εορτής: 23 Ιουνίου
Ημ. Γέννησης:
Ημ. Κοιμήσεως: 1079 μ.Χ.
Ημ. Ανακομιδής Λειψάνων:
Πολιούχος:
Λοιπές πληροφορίες:
Εορταζόμενο όνομα:

Ὁ βίος τοῦ Ὁσίου Νικήτα καταγράφεται στὸ χειρόγραφο 552 τῆς μονῆς Ἁγίου Παντελεήμονος τοῦ Ἁγίου Ὄρους.

Ὁ Ὅσιος Νικήτας ἐγεννήθηκε στὴν πόλη τῶν Θηβῶν πιθανὸν κατὰ τὶς ἀρχὲς τοῦ 11ου αἰῶνος μ.Χ. Οἱ γονεῖς του, Ἀνδρέας καὶ Θεοδώρα, ἦσαν εὐπάτριδες καὶ εὐσεβεῖς. Ὁ βιογράφος του ἀναφέρει ὅτι, ὅταν ὁ Ὅσιος ἐβαπτιζόταν «ἄνωθεν ἡ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος χάρις ἐν εἴδει περιστερᾶς εἰς αὐτὸν ἐπεφοίτησεν». Ὅταν ἔγινε πέντε ἐτῶν, οἱ γονεῖς του τὸν παρέδωσαν στὸ διδασκαλεῖο τῆς ἐποχῆς, γιὰ νὰ διδαχθεῖ τὰ θεῖα καὶ ἱερὰ γράμματα καὶ νὰ προκόψει στὴν ἀρετὴ καὶ τὴ μάθηση.

Ὁ Ὅσιος διακρινόταν γιὰ τὴν φρόνηση, τὴν ἀνδρεία, τὴ σωφροσύνη καὶ τὴ δικαιοσύνη καὶ ἐπορευόταν τὴν ὁδὸ τῆς ἁγιότητος καὶ τοῦ θεοφιλοῦς βίου. Βλέποντάς τον οἱ γονεῖς του εὐχαριστοῦσαν τὸν Θεὸ καὶ προσεύχονταν γιὰ τὴν κατὰ Θεὸν αὔξησή του.

Ἡ καρδιὰ τοῦ Ὁσίου ἐπιθυμοῦσε τὸ μονήρη καὶ ἀσκητικὸ βίο. Ἔτσι σὲ ἡλικία δεκαέξι ἐτῶν, παίρνοντας μαζὶ τὸν ἀδελφό του, κατέφυγε μυστικὰ στὴ μονὴ Θεοκλήτου, ὅπου ἐκάρη μοναχὸς ἀπὸ τὸν ἡγούμενο. Ἐδῶ ζοῦσε ἀσκητικὰ καὶ προσευχητικά. Ἐκεῖνος ὅμως ἀναζητοῦσε νὰ ἀκολουθήσει τὴν ἡσυχία καὶ νὰ γίνει ἐρημίτης καὶ ἀναχωρητής. Τότε Ἄγγελος Κυρίου παρουσιάζεται στὸν ἡγούμενος τῆς μονῆς καὶ τοῦ παραγγέλει νὰ μὴν ἐμποδίσει τὸ νέο μοναχὸ στὰ σχέδιά του γιὰ τὴν ἀναχώρησή του στὴν ἔρημο. Τὸ ἴδιο πρωΐ ὁ ἡγούμενος προσκαλεῖ τὸν Ὅσιο καὶ τοῦ δίδει τὴν εὐχή του: «Πορεύου, τέκνον, καὶ Κύριος κατευθύναι τὰ πρὸς αὐτόν σου διαβήματα». Καί τότε, παίρνοντας τὸν αὐτάδελφό του μαζί, ἔφυγαν στὴν ἔρημο ἀναζητώντας ἡσυχαστικὸ τόπο. Ἔφθασαν στὴν περιοχὴ τῆς Ὀστείας, ὅπου εὑρῆκαν ἕνα «σπηλοειδὲς κογχάριον» καὶ ἐκεῖ ἐδιάλεξαν νὰ στήσουν τὴ σκηνὴ τῶν πνευματικῶν ἀγώνων τους.

Ἐδῶ ἄρχισαν τὰ ἔργα τῆς ἀρετῆς μὲ ἐγρυπνίες, προσευχές, ὑπομένοντες κάθε κακουχία καὶ ἀντιξοότητα. Ἔτσι ἀξιώθηκαν τῆς διακρίσεως πρὸς Θεόν.

Ἡ φήμη τοῦ ἐνάρετου ἀσκητοῦ ἐξαπλώθηκε παντοῦ καὶ πολλοὶ πιστοὶ ἄρχισαν νὰ τὸν ἐπισκέπτονται, γιὰ νὰ τὸν συμβουλευθοῦν στὰ πνευματικὰ θέματα καὶ νὰ λάβουν τὴν εὐχή του. Ἐκεῖ ἔλαβε καὶ τὴν ἱερωσύνη ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο τῆς περιοχῆς. Τότε ἄρχισε νὰ μεγαλώνει καὶ ὁ ἀριθμὸς τῶν μοναχῶν ποὺ ἐζοῦσαν κοντά του μιμούμενοι τὸν ἀγγελικὸ βίο.

Γιὰ τὶς λειτουργικὲς ἀνάγκες τῶν συμμοναστῶν του ἔκτισε στὴ σπηλιὰ ἐκείνη ναὸ ἀφιερωμένο στὸ Σωτήρα Χριστὸ καὶ ἐκεῖ, μπροστὰ στὸν πρόναο τοῦ κογχοειδοῦς αὐτοῦ σπηλαίου, εὑρισκόταν σχεδὸν ὅλη μέρα καὶ ὅλη νύκτα προσευχόμενος.

Παροιμιώδης ἦταν καὶ ἡ ἀκτημοσύνη τοῦ Ὁσίου. Εἶχε τὸ χάρισμα νὰ ἀναστράφεται μὲ τὰ θηρία τοῦ δάσους χωρὶς τὸν παραμικρὸ κίνδυνο. Δὲν εἶχε φροντίδα γιὰ τὸ τί θὰ ἐνδυθεῖ ἢ τί θὰ φάγει. Ὄλα τὰ ἄφηνε μὲ ἐμπιστοσύνη στὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὅταν κάποιοι τὸν ἐπισκέπτονταν καὶ τοῦ ἔφερναν κάτι φαγώσιμο, δὲν ἐδίσταζε νὰ γευθεῖ, ἔστω καὶ ἐλάχιστα, μαζί τους, ἀκόμη καὶ λίγο κρασί, γιὰ νὰ διώχνει μακριὰ τὸ «οἴημα τῆς ἀνθρωπαρέσκειας», δηλαδὴ τὴν ὑπερηφάνεια. Ὡστόσο, ὅταν ἔμενε μόνος, ἐπανελάμβανε τὴν αὐστηρὴ νηστεία. Μάλιστα κατὰ τὴ Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ τὴν ξηροφαγία τὴν εἶχε μόνο τὸ Σάββατο καὶ τὴν Κυριακή, τηρώντας ἀπόλυτη νηστεία τὶς ἄλλες ἡμέρες τῆς ἑβδομάδος.

Στὸ τέλος τοῦ Βίου τοῦ Ὁσίου Νικήτα, ὁ βιογράφος του ἀναφέρει καὶ δύο ἀπαντήσεις τοῦ Ὁσίου σὲ θεολογικὰ ἐρωτήματα, ποὺ διάφοροι ἱερεῖς ὑπέβαλαν στὸν Ὅσιο.

Τὸ πρῶτο ἦταν σχετικὸ μὲ τὴ νηστεία τοῦ Μεγάλου Σαββάτου: μετὰ τὴ Θεία Κοινωνία, καταλύουμε ἢ ὄχι; ὁ Ὅσιος τοὺς ἀπαντᾶ προκαταβολικῶς καὶ τοὺς ἀναφέρει τὸ συγκλονιστικὸ ἐκεῖνο παράδειγμα τοῦ Λειμωναρίου. Ἔνας ἐρημίτης μοναχός, ποὺ δὲν εἶχε δεῖ ἄνθρωπο στὴν ἔρημο ποὺ ἀσκήτευε γιὰ πολλὰ χρόνια, ἐδέχθηκε τὴν ἐπίσκεψη κάποιων Χριστιανῶν τὴ Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ ποὺ τοῦ ἔφεραν καὶ διάφορα δῶρα, τυρὶ καὶ ἄλλα φαγώσιμα. Ὁ ἀσκητὴς τοὺς προσέφερε καὶ ἔφαγε καὶ αὐτὸς μαζί τους «μηδόλως διακριθείς». Οἱ πιστοὶ τὸ εἶδαν καὶ ἐξαφνιάσθηκαν κάπως δυσάρεστα, μὰ δὲν εἶπαν τίποτε. Μόλις ἐγύρισαν, ὅμως, στὴν πόλη πῆγαν καὶ τὸ ἀνέφεραν στὸν Ἐπίσκοπο. Ἐκεῖνος τὸν ἐκάλεσε μπροστά του, τὸν ἤλεγξε μὲ αὐστηρὸ τρόπο καὶ τὸν ἔκλεισε στὴ φυλακή, ἀποκαλώντας τον πλάνο καὶ παραβάτη. Τὸ μεσημέρι ὁ Ἐπίσκοπος ἐκάλεσε τοὺς ἱερεῖς σὲ τράπεζα καὶ εἶπε νὰ φέρουν καὶ τὸν ἀσκητὴ ἀπὸ τὴ φυλακή, γιὰ νὰ τὸν λοιδορήσει καὶ νὰ τὸν προσβάλει. Ὁ ἀσκητὴς προσπάθησε νὰ ἐξηγήσει μὲ πνευματικὰ καὶ εὐγενικὰ ἐπιχειρήματα, γιατὶ τὸ εἶχε κάνει: «Τόσα χρόνια στὴν ἔρημο καθήμενος δὲν εἶδα ἄνθρωπο, γι’ αὐτὸ ὅταν εἶδα τοὺς ἀδελφοὺς ἐθεώρησα τὴν ἄφιξή τους Πάσχα. Καὶ ἐπειδὴ ὁ ἄνθρωπος εἶναι εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, δὲν μοῦ ἐφάνηκε βαρὺ ἢ νὰ λογισθεῖ ἁμαρτία τὸ ὅτι ἔφαγα τυρὶ μαζί τους». Ὅμως, ὁ Ἐπίσκοπος δὲν ἤθελε νὰ ἀκούσει τίποτε. Τότε ὁ ἀσκητὴς φωνάζει ἕνα βρέφος σαράντα ἡμερῶν, παιδὶ τοῦ πρωτοπαππᾶ, τὸ πιάνει ἀπὸ τὸ χέρι καὶ τὸ ἐρωτᾶ δυνατά, γιὰ νὰ ἀκούσουν ὅλοι: «Πές μου, ὢ παιδί μου, ποιὸς εἶναι ὁ πατέρας σου; Καὶ ὢ τοῦ ξένου ἀκούσματος: τὸ βρέφος ἐξεβόησε ἐκ τρίτου: ὁ ἐπίσκοπος, ὁ ἐπίσκοπος, ὁ ἐπίσκπος». Φρίκη καὶ ντροπὴ κατέλαβε τοὺς ἄλλους, ποὺ δὲν ἤξεραν πῶς νὰ φύγουν ἀπὸ τὸ χῶρο γρηγορώτερα.
Ὁ Ὅσιος Νικήτας ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1079, ὅταν ἐβασίλευε στὸ Βυζάντιο ὁ αὐτοκράτορας Νικηφόρος ὁ Βοτανειάτης (1078 – 1081).
 






  • banner

  • banner

  • banner