ΜΕΓΑΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ

Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού,Ελέησόν με τον αμαρτωλόν





  • banner

  • banner

  • banner


Οἱ Ἅγιοι Ἡρακλείδης καὶ Μύρων Ἐπίσκοποι Ταμάσου τῆς Κύπρου

Ημ. Εορτής: 17 Σεπτεμβρίου
Ημ. Γέννησης:
Ημ. Κοιμήσεως:
Ημ. Ανακομιδής Λειψάνων:
Πολιούχος:
Λοιπές πληροφορίες:
Εορταζόμενο όνομα:

Ὁ Ἡρακλείδης ἦταν γιὸς ἱερέα εἰδωλολάτρη, τοῦ Ἱεροκλέα, ποὺ ἱεράτευε κατὰ τὴν Σολέα τῆς Κύπρου, στὸ χωριὸ Λαμπαδιστό. Ὁ ἱερέας διακρινόταν γιὰ τὰ φιλόξενα αἰσθήματά του καὶ γι’ αὐτὸ δὲν δίστασε νὰ φιλοξενήσει τὸν Παῦλο καὶ τὸν Βαρνάβα καὶ τὸν Μαρκο, ὅταν αὐτοὶ βρέθηκαν στὸ ἔδαφος τῆς Κύπρου. Τότε εἵλκυσαν στὸν Χριστὸ τὸν γιὸ τοῦ Ἡρακλείδη καὶ αὐτὸς στὴ συνέχεια ἔφερε στὸν Χριστὸ τοὺς γονεῖς του.

Τὸν Ἡρακλείδη ὁ Παῦλος διόρισε ἐπίσκοπο Ταμασίων τῆς Κύπρου. Ἐργάστηκε μὲ πολὺ ζῆλο, ἔχοντας συνεργάτη του τὸν Μύρωνα. Μπόρεσαν καὶ οἱ δυὸ νὰ φέρουν κοντὰ στὸν Χριστὸ πολλοὺς εἰδωλολάτρες. Οἱ ἐπιτυχίες τους ὅμως αὐτές, προκάλεσαν τὴ μανία τῶν ἀπίστων. Καὶ ἔτσι κάποια μέρα, ὅρμησαν ὁπλισμένοι ἐπάνω τους καὶ ἀφοῦ τοὺς θανάτωσαν, στὴ συνέχεια τοὺς ἔριξαν στὴ φωτιά. Καὶ ἔτσι ἔλαβαν τὸ ἁμαράντινο στεφάνι τοῦ μαρτυρίου.

 

Γιὰ τὸν Ἅγιο Ἡρακλείδη διαβάζουμε τὰ ἑξῆς :

«Τίς σοῦ τὸν βίον ἰσχύσει ἐκδιηγήσασθαι;... Χαῖρε ὅτι ἐχρίσθης Ἱεράρχης θεόθεν. Χαῖρε ὅτι ἐφάνης ὁδηγὸς παιδιόθεν»...

 

Δικαιολογημένη ἡ ἀπορία. Δίκαιος καὶ ὁ ἔπαινος. Γιατί ὁ Ἅγιος Ἠρακλείδιος, ποὺ γιορτάζουμε στὶς 17 τοῦ Σεπτέμβρη, δὲν εἶναι μόνο ὁ πρῶτος Ἱεράρχης τῆς ξακουστῆς Ταμασοῦ, ἀλλὰ καὶ ἕνας ἀπὸ τοὺς πρώτους καὶ πιὸ σπουδαίους Ἱεράρχες τῆς Νήσου τῶν Ἁγίων, τῆς εὐλογημένης Κύπρου μας.

Γεννήθηκε στὴ Λαμπαδοὺ ἢ Λαμπαδιστό, ἕνα χωριὸ κοντὰ στὸ σημερινὸ Μιτσερό, κι ἦταν γιὸς εἰδωλολάτρη ἱερέα.

 

Κάποια μέρα ποὺ πατέρας καὶ γιὸς καταγινόντουσαν μὲ τὴν προσφορὰ θυσίας στοὺς θεούς, δυὸ ξένοι πλησίασαν, κι ἀφοῦ χαιρέτησαν μὲ καλοσύνη, ζήτησαν νὰ μάθουν ἀπὸ αὐτοὺς τὸν δρόμο ποὺ θὰ τοὺς ὁδηγοῦσε πρὸς τὴν Πάφο.

Οἱ δυὸ ξένοι, ποὺ φαινόντουσαν νὰ ἔρχονται ἀπὸ μακριά, ἦταν οἱ ἀπόστολοι Βαρνάβας καὶ Μάρκος ποὺ εἶχαν ἔρθει στὸ νησὶ μὲ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο γιὰ τὴν πρώτη τους ἀποστολικὴ περιοδεία, γύρω στὸ 45 – 46 μ.Χ.

Ὁ εἰδωλολάτρης ἱερέας Ἱεροκλῆς ἡ Ἱερόκλεως, ὁ πατέρας τοῦ Ἠρακλειδίου, μὲ τὴν εὐγένεια καὶ τὴ φιλοξενία ποὺ διακρίνει τοὺς Ἕλληνες, ἔσπευσε νὰ καλέσει τοὺς ξένους νὰ παραμείνουν στὸ σπίτι του, ἐκεῖ στὸ χωριὸ, τὴν Λαμπαδού, γιὰ νὰ ξεκουραστοῦν.

Οἱ Ἀπόστολοι ὅμως ἐπέμεναν νὰ προχωρήσουν καὶ αὐτός, γιὰ νὰ τοὺς διευκολύνει, ἔστειλε τὸν γιὸ του τὸν Ἠρακλέωνα, νὰ τοὺς συνοδεύσει ὡς ἔξω ἀπὸ τὸ χωριό, καὶ νὰ τοὺς δείξει τὸν δρόμο. Εὐλογημένη συνάντηση.! Καὶ τρισευλογημένη ἀπόφαση!

 

Μόλις οἱ Ἀπόστολοι ἀπομακρύνθηκαν ἀπὸ ἐκεῖ, ἄρχισαν τὴ συζήτηση μὲ τὸν νεαρό.

- Τί ἐκάμνατε, παιδί μου, ἐκεῖ ποὺ σᾶς συναντήσαμε, ρώτησε ὁ ἕνας ἀπ’ αὐτούς, ὁ Βαρνάβας.

- Προσφέραμε θυσία στοὺς θεούς μας, ἀπήντησε ὁ Ἠρακλείδιος.

- Θεοὶ οἱ πέτρες καὶ τὰ ξύλα; Ὄχι, παιδί μου. Αὐτὰ δὲν εἶναι θεοί. Εἶναι δημιουργήματα. Εἶναι ἔργα χειρῶν ἀνθρώπων.

Ὁ Θεὸς εἶναι ἕνας. Αὐτός, ποὺ ἐδημιούργησε «τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν, τὴν Θάλασσαν καὶ πάντα τὰ ἐν αὔτοις».

Ὁ Θεός, ὁ ἀληθινὸς Θεός, δὲν κατοικεῖ μέσα σὲ χειροποίητους ναούς, οὔτε καὶ ὑπηρετεῖται ἀπὸ χέρια ἀνθρώπων, γιατί δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ τίποτα. Ἀντίθετα! Αὐτὸς εἶναι ποὺ δίδει σὲ ὅλα ζωὴ καὶ ἀναπνοὴ καὶ ὅλα ὅσα τοὺς χρειάζονται γιὰ τὴ συντήρησή τους. Αὐτός, ἀπὸ ἕνα ζευγάρι, ἔκανε ὅλα τὰ ἔθνη τῶν ἀνθρώπων ποὺ κατοικοῦν πάνω στὴ γῆ. Καὶ Αὐτός, ὅταν οἱ ἄνθρωποι πλανηθήκαμε, ἀπὸ ἀγάπη ἄπειρη ἔστειλε σ’ ἐμᾶς τὸν γιό του, τὸν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό, γιὰ νὰ μᾶς σώσει...

 

Ὁ Ἡρακλέων μὲ κατάνυξη ἄκουε τὰ λόγια τῶν Ἀποστόλων. Ἡ ψυχή του, σὰν τὴ διψασμένη γῆ, ρουφοῦσε κυριολεκτικὰ τὴν διδασκαλία γύρω ἀπὸ τὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ. Καὶ τὸ ἀποτέλεσμα; Εὐλογημένο! Ὁ νεαρὸς προσήλυτος, ὅταν ἔφθασαν στὸν ποταμὸ Σέτραχο, (μερικοὶ φρονοῦν πὼς ὁ ποταμὸς στὸν ὅποιο βαπτίσθηκε ὁ Ἠρακλείδιος εἶναι ὁ Καρκώτης, ὁ ποταμὸς τῆς Σολέας, ποὺ τρέχει κάτω ἀπὸ τὸ χωριὸ τῆς Μαραθάσας, τὸν Καλοπαναγιώτη, σὰν τὸν Εὐνοῦχο τῆς Κανδάκης τῆς βασίλισσας τῶν Αἰθιόπων), ρώτησε μὲ λαχτάρα:

 

— Ποιὸς μὲ ἐμποδίζει νὰ βαπτιστῶ;

— Κανένας, ἦταν ἡ ἀπάντηση. Ἀρκεῖ νὰ τὸ θελήσεις.

— Τὸ θέλω! φώναξε ὁ Ἡρακλέων. Τὸ θέλω μὲ τὴν καρδιά μου!

 

Τότε οἱ Ἀπόστολοι, γεμάτοι χαρά, κατέβηκαν στὸν ποταμό, τὸν βάφτισαν «εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος», καὶ τοῦ ἔδωκαν τὸ ὄνομα Ἠρακλείδιος. Μετὰ προχώρησαν σὲ μία σπηλιὰ κοντὰ στὸν ποταμό, στὴν ὁποία παρέμειναν μερικὲς μέρες συνεχίζοντες τὴ διδασκαλία.

 

Ἐκεῖ ἕνα πρωὶ ἦρθε ἀπροσδόκητα καὶ τοὺς συνήντησε κι ὁ Ἀπόστολος Παῦλος. Τὴν ἑπόμενη ἔφτασε κι ὁ Μνάσων, τὸν ὁποῖο ὁ Ἀπόστολος καὶ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς στὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων ὀνομάζει «ἀρχαῖον μαθητήν» (Πράξεις κα’ 16). Ἀφοῦ συμπληρώθηκε ἡ κατήχηση τοῦ νεοφώτιστου οἱ τρεῖς Ἀπόστολοι τὸν χειροτόνησαν ἐπίσκοπό της Ταμασοῦ καὶ τοῦ ἀνέθεσαν ὑστέρα ἀπὸ θερμὴ προσευχὴ νὰ συνεχίσει τὸ ἔργο τῆς ἁλιείας ψυχῶν στὴν πολυάνθρωπο πόλη. Μαζί του ἔμεινε καὶ ὁ Μνάσων.

 

Οἱ δυὸ μαθητὲς ἀφοῦ ἀποχαιρέτησαν τοὺς Ἀποστόλους καὶ μὲ δάκρυα στὰ μάτια κατευόδωσαν γιὰ τὴν Πάφο, ρίφθηκαν μὲ φλογερὸ ζῆλο στὸ ἔργο τους. Τὸ ἱερὸ ἔργο τῆς σωτηρίας ψυχῶν. Τόπος συνάξεων ἕνα ὑπόγειο. Ἕνα ὑπόγειο σπήλαιο, ποὺ σώζεται καὶ σήμερα καὶ ποὺ βρίσκεται μέσα στὸ ὁμώνυμο μοναστήρι. Τὸ σπήλαιο αὐτὸ χρησίμευσε ὄχι μονάχα ὡς ἐκκλησία στὴν ὁποία ὁ Ἠρακλείδιος συγκέντρωνε τοὺς πιστούς του, ἀλλὰ καὶ σὰν κατοικία καὶ ἀσκητήριό του. Κάτι περισσότερο. Τὸ σπήλαιο αὐτὸ ἔγινε ἀκόμη καὶ τάφος του, μὰ καὶ τάφος τῆς εἰδωλολατρίας.

 

Ἐδῶ θεμελιώθηκε ἡ πρώτη Ἐκκλησία ποὺ σιγά – σιγὰ ἁπλώθηκε σὲ ὅλη τὴν πόλη. Ἀνάμεσα στοὺς πρώτους ποὺ κλήθηκαν νὰ χαροῦν τὸ φῶς τῆς νέας ζωῆς, ὑπῆρξαν οἱ γονεῖς τοῦ φλογεροῦ καὶ ζηλωτὴ ἐργάτη τοῦ χριστιανικοῦ ἀμπελώνα. Τὰ λόγια τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ «εἴτις τῶν ἰδίων καὶ μάλιστα τῶν οἰκείων οὐ προνοεῖ, τὴν πίστιν ἤρνηται καὶ ἐστὶν ἀπίστου χειρῶν» (Ἀ Τιμ. ε’ 8), βρῆκαν στὸ πρόσωπο τοῦ Ἁγίου ἕνα πιστὸ καὶ ἐνθουσιώδη ἐκτελεστή. Μὲ τὶς στοργικές του νουθεσίες καὶ τὶς θερμές του παρακλήσεις τόσο ὁ πατέρας, ὅσο κι ἡ μητέρα του ἀσπάσθηκαν μὲ χαρὰ καὶ εὐγνωμοσύνη τὴν καινούργια θρησκεία καὶ βαφτίστηκαν. Πόση χριστιανικὴ ἀγαλλίαση καὶ ἱκανοποίηση δοκίμασε ὁ νεαρὸς ἱεραπόστολος τὴν ἥμερα ἐκείνη! Τὴν ἥμερα ποὺ οἱ γονεῖς του φόρεσαν τὸν λευκό τοῦ βαπτίσματος χιτώνα.

Καλότυχοι γονεῖς. Εὐτυχισμένος γιός!

 

Μὲ τὶς ὑπεράνθρωπες προσπάθειες τοῦ Ἁγίου τὸ μικρὸ ποίμνιο ποὺ σχηματίστηκε στὴν ἀρχὴ γύρω του, μεγάλωνε μέρα μὲ τὴν ἡμέρα, ὥστε σὲ λίγο καιρὸ ἡ πόλη τῆς Ταμασοῦ νὰ γίνει ἕνα περίλαμπρο χριστιανικὸ κέντρο. Στὴν αὔξηση αὐτὴ μαζὶ μὲ τὴν ἀρετὴ καὶ τὸν φλογερὸ ζῆλο του, πολὺ συνέβαλε καὶ τὸ θαυματουργικὸ χάρισμα μὲ τὸ ὁποῖο πλούσια τὸν χαρίτωσε ὁ Κύριος.

Πολλά, πάρα πολλὰ θαύματα ἀναφέρονται στὸν Ἅγιο καὶ παλαιά, μὰ καὶ στὴν ἐποχή μας. Θὰ σημειώσουμε ἐδῶ μερικά.

 

Μιὰ μέρα, ἕνα φίδι φαρμακερὸ (κουφή) δάγκασε τὸ μονάκριβο παιδὶ κάποιας γυναίκας ποὺ ἦταν συγγενὴς τῆς συζύγου τοῦ κοινοτάρχη τῆς Ταμασοῦ, τῆς Μακεδονίας, τὴν ὁποία οἱ ἅγιοι ἔσωσαν νωρίτερα ἀπὸ βέβαιο θάνατο. Ἡ Τροφίμη – ἔτσι λεγόταν ἡ μητέρα – μαζὶ μὲ μερικοὺς ἄλλους φανεροὺς πιστοὺς ἔτρεξαν καὶ κάλεσαν τοὺς δυὸ Ἁγίους στὸ σπίτι ποὺ ἦταν τὸ παιδί. Οἱ Ἅγιοι μὲ προθυμία ἔσπευσαν νὰ ἀνταποκριθοῦν στὴν παράκληση. Σὰν ἔφθασαν, ὁ Ὅσιος Ἠρακλείδιος γονάτισε μπροστὰ στὸ ἄτυχο παιδὶ καὶ σήκωσε τὰ χέρια.

Τὴν στιγμὴ ποὺ μὲ κατάνυξη προσευχόταν καὶ ζητοῦσε ἀπὸ τὸν Κύριο νὰ ἀναστήσει τὸ νεκρὸ παιδί, ἡ μητέρα ἔξαλλη ἀπ’ τὴν λύπη κτύπησε τὸ κεφάλι στὸν τοῖχο καὶ ἔπεσε καὶ αὐτὴ κάτω νεκρή.

Ὁ Ὅσιος χωρὶς νὰ ταραχθεῖ, συνέχισε τὴν προσευχή του. Σὰν τέλειωσε, ἔκαμε τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ πάνω στὸ παιδί, τὸ πῆρε ἀπὸ τὸ χέρι καὶ τὸ τράβηξε. Ὁ Ἀέτιος — αὐτὸ ἦταν τὸ ὄνομά του – ἄνοιξε τὰ μάτια καὶ σηκώθηκε σὰν νὰ ξυπνοῦσε ἀπὸ βαρὺ ὕπνο. Τὴν ἴδια στιγμὴ ὁ Ὅσιος Μνάσων ἀνέστησε καὶ τὴν Τροφίμη, τὴ νεκρὴ μητέρα καὶ τῆς παρέδωσε τὸ παιδί της.

 

Οἱ παρευρισκόμενοι ξέσπασαν σὲ οὐρανομήκεις δοξολογίες. Ἀμέσως ἡ Τροφίμη, ἀφοῦ ντύθηκε τὴν πιὸ καλή της φορεσιὰ καὶ ἕντυσε λαμπρὰ καὶ τὸ παιδί της, ξεχύθηκε μαζὶ μὲ τοὺς Ἁγίους, τὴν συγγενή της Μακεδονία καὶ τὸ πλῆθος στὸν δρόμο καὶ φώναξε μὲ πίστη καὶ παλμό:

- Πιστεύω στὸν Ἰησοῦ Χριστό, ποὺ κηρύττουν ὁ Ἠρακλείδιος καὶ ὁ Μνάσων.

Μὲ συγκίνηση ἡ πομπὴ προχώρησε στὸν ναὸ τοῦ Θεοῦ κι ἐκεῖ τετρακόσια νέα πρόσωπα, ἄνδρες καὶ γυναῖκες βαπτίσθηκαν καὶ ἔγιναν χριστιανοί.

 

Ἄλλη φορά, ἐνῶ ὁ Ἠρακλείδιος καὶ ὁ Μνάσων ἱερουργοῦσαν στὸ ναὸ καὶ τὰ πλήθη τῶν πιστῶν ἔψαλλαν μὲ κατάνυξη τοὺς ἱεροὺς ὕμνους, ἕνας δαιμονισμένος ἀπὸ τὰ Πέρα, ποὺ ὑπέφερε ἀπὸ πνεῦμα πονηρό, ποὺ τὸν βασάνιζε γιὰ καιρό, μπῆκε στὴν ἐκκλησία, ὄρμισε πάνω στὸν Ἠρακλείδιο καὶ τοῦ ξέσχισε τὸ ἔνδυμα. Ἀμέσως ὅμως γιατρεύτηκε καὶ ἄρχισε νὰ δοξάζει τὸν Θεό. Στὸ ἄκουσμα τοῦ Θαύματος, πλήθη λαοῦ ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες ἔφεραν στοὺς Ἁγίους διάφορους ἀρρώστους, καὶ αὐτοὶ τοὺς γιάτρεψαν καὶ ὑστέρα τοὺς βάπτισαν.

 

Κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο ὁ Ἅγιος θεράπευσε ἕναν τυφλὸ καὶ ἕναν κουτσὸ καὶ ἔκανε καλὰ ἕναν παράλυτο. Ἐπίσης ἔγινε αἰτία νὰ πιστέψει ἕνας ἄγαλματοποιὸς καὶ νὰ βαπτισθεῖ μὲ τὰ τρία παιδιά του καὶ μὲ πολλοὺς ἄλλους.

Τὸ εὐεργετικὸ ἔργο τῶν Ἁγίων στὴν πόλη τῆς Ταμασοῦ ἦρθε νὰ διακόψει αὐτὸ τὸν καιρὸ μία ἐπιστολὴ ἀπὸ μέρους τῶν δυὸ Ἀποστόλων, τοῦ Παύλου καὶ τοῦ Βαρνάβα. Τὴν ἔφερε ἀπὸ τὴν Πάφο κάποιος Νικόλαος. Στὸ «γράμμα» αὐτὸ οἱ Ἀπόστολοι ἔγραψαν στὸν Ἠρακλείδιο ὅσα τοὺς συνέβησαν ἐκεῖ, καὶ τοῦ ζητοῦσαν νὰ σπεύσει νὰ τοὺς συναντήσει καὶ νὰ βοηθήσει καὶ αὐτὸς στὸ κήρυγμα. Ὁ Ὅσιος ἀφοῦ ἀνήγγειλε στὰ πνευματικά του παιδιὰ τὸ περιεχόμενο τῆς ἐπιστολῆς καὶ ζήτησε ἀπὸ αὐτὰ τὶς προσευχές τους, τέλεσε τὸ Μυστήριό τῆς Θείας Εὐχαριστίας, χειροτόνησε τὸν γιὸ τῆς Μακεδονίας, Γρηγόριο, σὲ πρεσβύτερο καὶ τοῦ ἀνέθεσε νὰ κατηχεῖ τὸν λαό, καὶ ξεκίνησε νὰ ἐκπληρώσει τὴν ἀποστολικὴ ἐντολή. Μαζί του πῆρε τὸν Μνάσωνα καὶ κάποιον ἄλλο, τὸν Ροδώνα.

Στὸν δρόμο πρὸς τὴν Πάφο, ἐκεῖ στὸ χωριὸ Ἀνώγυρα, ὁ Ἅγιος Ἠρακλείδιος ἔκαμε καλὰ ἕναν τυφλό, ἀφοῦ τοῦ ἄγγιξε τὰ μάτια καὶ ἐπικαλέσθηκε τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ. Κι αὐτός, γεμάτος εὐγνωμοσύνη, ἔπεσε στὰ πόδια τοῦ θεραπευτῆ του κι ἄρχισε νὰ φωνάζει:

 

— Σ’ εὐχαριστῶ, καλέ μου ἄνθρωπε. Σ’ εὐχαριστῶ, καὶ πιστεύω μὲ τὴν καρδιὰ τὸν Θεό, ποὺ κηρύττεις.

 

Στὸ ἄκουσμα τῆς θεραπείας τοῦ τυφλοῦ μαζεύτηκαν πολλοὶ ἀπὸ τὰ γύρω χωριά, γιὰ νὰ δοῦν καὶ τὸν θεραπευθέντα καὶ νὰ γνωρίσουν καὶ τοὺς ξένους. Στὸ ἀντίκρισμα τοῦ τυφλοῦ ποὺ ξανάβλεπε καὶ δοξολογοῦσε τὸν Θεὸ τῶν ὁσίων μὲ ἔκσταση, ἄρχισαν κι αὐτοὶ νὰ φωνάζουν: Ἐλέησέ μας, Κύριε. Ἐλέησέ μας, σὲ παρακαλοῦμε, τοὺς δούλους σου.

Οἱ Ἅγιοι μίλησαν καὶ σ’ αὐτοὺς γιὰ τὸν Ἰησοῦ καὶ τὴν σωτηρία ποὺ ἔφερε στὸν κόσμο καὶ στὸ τέλος βάπτισαν περὶ τοὺς δεκαπέντε ἄνδρες. Ἕνας μάλιστα ἀπὸ τοὺς νεοφώτιστους, ποὺ εἶχε καὶ τὸ χέρι του ἀκίνητο, σὰν ξεραμένο θεραπεύθηκε μὲ τὸ βάπτισμα.

Οἱ ἱερεῖς τῶν εἰδωλολατρῶν ποὺ ἄκουσαν καὶ εἶδαν ὅσα ἔγιναν, ξεσήκωσαν τὰ πλήθη ἐνάντια στοὺς Ἁγίους καὶ ἔτσι αὐτοὶ ἔφυγαν τὸ ταχύτερο γιὰ τὴν Πάφο. Ἀφοῦ γιὰ ἕνα διάστημα συνέδραμαν τὸ ἔργο τῶν ἀποστόλων, ξαναγύρισαν στὴν Ταμασὸ περνώντας ἀπὸ τὸ Κούριο, ποὺ βρισκόταν κοντὰ στὸ σημερινὸ χωριὸ Ἐπισκοπή. Στὴν ἐπιστροφή τους, μετὰ τὸ Κούριο, γιάτρεψαν μία δαιμονισμένη ποὺ ἔτρεχε ξωπίσω τους καὶ τοὺς φώναζε.

Ὁ Ἠρακλείδιος τὴν σφράγισε τρεῖς φορὲς μὲ τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ καὶ ἀμέσως τὸ δαιμόνιο ἔφυγε ἀπὸ τὸ δυστυχισμένο πλάσμα, ποὺ Θεραπεύθηκε καὶ δόξαζε τὸν Θεό.

 

Οἱ ζηλωτὲς Ἱεραπόστολοι μὲ τὴν καρδιὰ πλημμυρισμένη ἀπὸ χαρὰ συνέχισαν τὸν δρόμο τους. Ὅταν ἔφτασαν ἐκεῖ στὸ χωριὸ Μελίνη, ἔμαθαν ὅτι ἡ ἀδελφή τοῦ Ἠρακλειδίου ἡ Ἠρακλειδιανή, εἶχε ἀφήσει τὸν κόσμο αὐτὸ ἀπὸ μέρες καὶ εἶχε πετάξει στὸν οὐρανό. Οἱ Ἅγιοι τάχυναν τὸ βῆμα πρὸς τὴν Ταμασὸ καὶ ἀπὸ ἐκεῖ πρὸς τὸ βουνὸ Κορώνη, ὅπου εἶχε ταφεῖ ἡ Ὁσία. Μπροστὰ στὸν τάφο της σταμάτησαν, ἔψαλαν μερικοὺς νεκρώσιμους ὕμνους καὶ ὕστερα πῆγαν στὴν ἐκκλησία, ὅπου ὁ Ἅγιος μίλησε στὰ πλήθη, λόγους παρηγοριᾶς καὶ πνευματικῆς οἰκοδομῆς.

 

Δέκα μέρες μετὰ τὴν ἐπιστροφὴ τῶν ὁσίων στὴν Ταμασό, κάποιος εἰδωλολάτρης ἀπὸ τὴ Λαμπαδιστὸ ἢ Λαμπαδού, ποὺ εἶχε τὸ ὄνομα Τιμόθεος, παρουσιάσθηκε στὸν Ἅγιο Ἠρακλείδιο καὶ τοῦ εἶπε, πὼς πρὸ καιροῦ εἶχε ἐμπιστευθεῖ στὴν ἀδελφή του Ἠρακλειδιανὴ ἕνα ποσὸ χρημάτων, γιὰ νὰ τὸ φυλάξει. Ὁ Ἅγιος, στὴν παράκληση τοῦ Τιμοθέου νὰ τοῦ ἐπιστραφοῦν τὰ χρήματα, διέταξε νὰ δώσουν σ’ αὐτὸν νὰ φάγει καὶ ὑστέρα σηκώθηκε καὶ τράβηξε στὸν τάφο. Ξωπίσω του ἀκολούθησαν ὁ Μνάσων καὶ μερικοὶ ἄλλοι. Ὅταν ὁ Ἠρακλείδιος ἔφθασε ἐκεῖ, γονάτισε καὶ μὲ στοργὴ κάλεσε τὴν ἀδελφή του καὶ τῆς εἶπε γλυκά:

 

— Ἀδελφή μου ἀγαπημένη! Ξύπνα, σὲ παρακαλῶ, καὶ πές μου, ποῦ ἔβαλες τὰ χρήματα τοῦ Τιμοθέου;

- Τὰ χρήματα, πατέρα καὶ ἀδελφέ μου, ἀπήντησε ἡ νεκρή, θὰ τὰ βρεῖτε κάτω ἀπὸ μία πέτρα στὸ πάτωμα τοῦ κρεβατιοῦ.

— Κοιμήσου ἐν εἰρήνῃ, ἀδελφή μου, πρόσθεσε ὁ ἅγιος ἐπίσκοπος.

 

Τὰ χρήματα βρέθηκαν καὶ δόθηκαν στὸν Τιμόθεο, ποὺ ἀπὸ τὴν στιγμὴ ἐκείνη πίστεψε στὸν Χριστό, κατηχήθηκε καὶ δέχθηκε τὸ Ἅγιο Βάπτισμα.

 

Θὰ χρειαζόταν νὰ προστεθοῦν πολλὲς σελίδες ἀκόμη γιὰ νὰ καταγράψουν τοῦ Ἁγίου τὰ θαύματα. Τοῦτο ὅμως θὰ μάκραινε πολὺ τὸν λόγο, πράγμα ποὺ δὲν θέλουμε. Τὰ λίγα ποὺ ἀναφέρθηκαν εἶναι ἀρκετά, γιὰ νὰ δεῖ ὁ καθένας πόσο πλούσια ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ χαρίτωσε τὸν ἅγιο καὶ μάρτυρα ἐπίσκοπο.

Εἴπαμε τὸν ἅγιο μάρτυρα, γιατί ἡ θεμελίωση καὶ αὔξηση τῆς νέας θρησκείας στὴν πολυάνθρωπο πόλη ἐξήγειρε τὸ μίσος τῶν εἰδωλολατρῶν ἐνάντια στοὺς πρωτεργάτες. Κάποια μέρα ἐνῶ ὁ γηραιὸς ἐπίσκοπος βρισκόταν στὸ σπήλαιό του, ἄρρωστος μὲ πυρετό, μανιασμένοι εἰδωλολάτρες ὄρμισαν στὸ σπήλαιο, ἅρπαξαν τὸν Ὅσιο καὶ τὸν ἔσυραν στὴν πλατεία τῆς Ταμασοῦ. Ἐκεῖ, ἀφοῦ τὸν βασάνισαν, τὸν σκότωσαν μὲ τὸ ξίφος. Ὁ Ἅγιος πέθανε προσευχόμενος γιὰ τοὺς δημίους του. Ὁ θάνατός του ὅμως δὲν κόρεσε τὴν μανία τοῦ ὄχλου, ποὺ ἔσπευσε νὰ φέρει ξύλα, νὰ ἀνάψει φωτιά, καὶ νὰ ρίξει μέσα τὸ ἅγιο σκήνωμα, γιὰ νὰ τὸ κάψει. Τὴν στιγμὴ ἐκείνη τὸ πλῆθος τῶν χριστιανῶν δὲν κρατήθηκε.

Μὲ τὸν Μνάσωνα μπροστὰ ὤρμησε, διάλυσε τοὺς εἰδωλολάτρες, ἔσβησε τὴν φωτιά, καὶ ἀφοῦ μάζεψε μὲ εὐλάβεια τὸ ἅγιο λείψανο, τὸ πῆρε καὶ τὸ ἔθαψε μέσα στὴν ὑπόγεια σπηλιὰ μὲ δάκρυα στοργῆς κι εὐγνωμοσύνης. Τὰ θαύματα ποὺ ἔκανε, ὅταν ἦταν στὴ ζωή, συνεχίστηκαν καὶ μετὰ τὸν θάνατό του, καὶ συνεχίζονται καὶ σήμερα. «Θαυμαστὸς ὁ Θεὸς ἐν τοὶς ἁγίοις αὐτοῦ».

 

Ἡ θρησκεία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ μὲ τὶς ἐνέργειες τοῦ Ἠρακλειδίου καὶ τὸν ζῆλο του, μὰ καὶ τὶς ὑπεράνθρωπες προσπάθειες μιᾶς μικρῆς ὁμάδας ἀνθρώπων σκόρπισε τὸ φῶς τῆς νέας ζωῆς σ’ ὅλη τὴν πολυάνθρωπη πόλη, καὶ ἀναγέννησε μυριάδες ψυχές. Ἀξίζει νὰ σημειωθοῦν ἐδῶ μερικὰ ὀνόματα τῆς Ἱεραποστολικῆς αὐτῆς ὁμάδας: Ἠρακλείδιος, Μνάσων, Ρόδων, Θεόδωρος, Προκλιανῆ διακόνισσα, Γρηγόριος, Μακεδόνιος, Μακεδονία, Ἠρακλειδιανή.

Τὰ ὀνόματα αὐτὰ ἀντιπροσωπεύουν μερικὲς ἀπὸ τὶς ἅγιες μορφὲς ποὺ ἐργάστηκαν μὲ πίστη φλογερὴ καὶ αὐταπάρνηση γιὰ τὴν πνευματικὴ ἀναγέννηση τοῦ τόπου μας. Πόσα δὲν χρωστᾶμε σ' αὐτούς! Ἀλήθεια! Πόσα;

Ἀλλὰ καὶ ποιὰ καλύτερα παραδείγματα καὶ πρόσωπα μποροῦμε, ὅσοι πονοῦμε εἰλικρινὰ τὸν τόπο αὐτό, νὰ προβάλουμε καὶ σήμερα στὴ νεολαία μας ἀπὸ τοὺς ἱεροὺς αὐτοὺς ἀγωνιστὲς τῆς πίστεως, τοὺς ἀγωνιστές ποὺ μέσα σ’ ἕναν κόσμο σάπιο ἀπ’ τὴν εἰδωλολατρία ὕψωσαν τὸ ἀνάστημά τους «ὑστερούμενοι, θλιβόμενοι, κακουχούμενοι, ἐν ἐρημίαις πλανώμενοι καὶ ὄρεσι καὶ σπηλαίοις καὶ ταὶς ὀπαὶς τῆς γῆς» (Ἑβρ. ια’ 37 – 38) καὶ ἀγωνίσθηκαν καὶ ἔδωσαν τὰ πάντα γιὰ τὸ εὐγενέστερο ἰδανικό, γιὰ τὴν θρησκεία τοῦ Ἐσταυρωμένου καὶ Ἀναστάντος Χριστοῦ. Ἀξίζει στοὺς νέους νὰ ἀγωνίζονται καὶ νὰ πεθαίνουν γιὰ τὰ ἰδανικά τους. Καὶ ὁ Ἅγιος Ἠρακλείδιος νέος ἔδωκε στὸν Χριστὸ τὴν καρδιά του, τὴν ὑγεία του, τὴν ζωή του. Οἱ αἰῶνες θὰ ξεθωριάζουν μέσα στὸν χρόνο. Ἕνα ὅμως θὰ μένει ἄφθαρτο κι ἀνέγγιχτο ἀπὸ τὴν καταλύτρια δύναμη τῶν καιρῶν. Τὸ ὄνομα ἐκείνων ποὺ ὑπέταξαν τὴν ζωή τους στὸν Χριστὸ καὶ ταύτισαν τὸ θέλημά τους μὲ τὸ δικό Του.

Ὁ Ἅγιος Ἠρακλείδιος εἶναι ἕνας ἀπ' αὐτούς.

Ἂς μιμηθοῦμε τὸ παράδειγμά του.

Αὐτὸς εἶναι καὶ ὁ καλύτερος τρόπος νὰ δείξουμε σ’ αὐτὸν τὸν σεβασμό μας καὶ τὴ γνήσια ἀγάπη μας.

 

Γύρω στὰ 400 μ.Χ. πάνω ἀπὸ τὸ ὑπόγειο σπήλαιο, ποὺ περικλείει τὸν τάφο τοῦ Ἁγίου κτίστηκε ἡ μονὴ τοῦ Ἁγίου Ἠρακλειδίου. Ἡ μονὴ αὐτὴ ἀνακαινίστηκε τὰ τελευταῖα χρόνια καὶ ἔγινε γυναικεία. Στὸν ναὸ, κάθε Κυριακη καὶ γιορτὴ, πλήθη εὐλαβῶν χριστιανῶν συνέρχονται ἀπὸ τὰ διάφορα μέρη τῆς νήσου, γιὰ νὰ παρακολουθήσουν τὴ Θεία Λειτουργία καὶ τὶς ἄλλες ἱερὲς ἀκολουθίες. Συγχρόνως ὅμως καὶ νὰ προσκυνήσουν μ’ εὐλάβεια τὴν κάρα τοῦ Ἁγίου καὶ νὰ τονωθοῦν ψυχικά.
Εἴθε ἡ χάρη του νὰ σκέπει καὶ νὰ φυλάει πάντα τὸ μαρτυρικὸ νησί μας κι ὅλους μας.


Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.

Τὴν ποίμνην ἐποίμανας, τὴν τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, καὶ θείων, μακάριε, ναμάτων πάντων ψυχᾶς πλουσίως κατήρδευσος· ὅθεν τῶν σὲ τιμώντων ὁ χορὸς ἀναμέλπει, ὕμνους σοὶ καὶ γεραίρει, τὴν ἁγίαν σου μνήμην ἱκέτευε οὒν ἀεὶ ὑπὲρ ἡμῶν, ἱεράρχα Ἠρακλείδιε.

 

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Ποίημα τοῦ Μακ. Ἀρχ. Κύπρου κ.κ. Χρυσοστόμου.
Μέγαν εὔρατο τῶν Ταμασέων, πόλις κήρυκα καὶ ποιμενάρχην, τῆς ἐκκλησίας Χριστοῦ καὶ διδάσκαλον. Τῶν γὰρ εἰδώλων τὴν πλάνην κατήργησας, φῶς ἀληθείας κηρύξας τοὶς ἔθνεσιν. Ὅθεν, ἅγιε ἱεράρχα Ἠρακλείδιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.





  • banner

  • banner

  • banner