ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΙΩΑΝΝΟΥ Β'
Ἐπιστολὴ πρὸς τὴν
ἐκκλησίαν τῆς Ἐφέσου
1 Εἰς τὸν ἄγγελον τῆς ἐκκλησίας τῆς Ἐφέσου γράψε: «Αὐτὰ
λέγει ἐκεῖνος ποὺ κρατεῖ τοὺς ἑπτὰ ἀστέρας εἰς τὸ δεξί του χέρι, ἐκεῖνος ποὺ
περπατεῖ μεταξὺ τῶν ἑπτὰ λυχνιῶν τῶν χρυσῶν:
2 Ξέρω τὰ ἔργα σου καὶ τὸν κόπον σου καὶ τὴν ὑπομονήν σου
καὶ ὅτι δὲν μπορεῖς νὰ βαστάξῃς τοὺς κακούς, καὶ ἐδοκίμασες ἐκείνους ποὺ λέγουν
διὰ τὸν ἑαυτόν τους ὅτι εἶναι ἀπόστολοι, ἐνῷ δὲν εἶναι, καὶ τοὺς εὑρῆκες
ψεύτικους.
3 Καὶ ἔχεις ὑπομονὴν καὶ ὑπέφερες διὰ τὸ ὄνομά μου, χωρὶς νὰ
ἀποκάμῃς.
4 Ἀλλ’ ἔχω τοῦτο ἐναντίον σου: ὅτι ἔχασες τὴν ἀγάπην σου τὴν
πρώτην.
5 Σκέψου ἀπὸ ποῦ ἔχεις πέσει, μετανόησε καὶ κάνε τὰ πρῶτα
ἔργα σου, ἀλλοιῶς, ἂν δὲν μετανοήσῃς, θὰ ἔλθω γρήγορα σ’ ἐσέ καὶ θὰ μετακινήσω
τὴν λυχνίαν σου ἀπὸ τὸν τόπον της.
6 Ἀλλὰ ἔχεις τοῦτο τὸ καλό: ὅτι μισεῖς τὰ ἔργα τῶν
Νικολαϊτῶν, τὰ ὁποῖα καὶ ἐγὼ μισῶ.
7 Ὅποιος ἔχει αὐτιά, ἂς ἀκούσῃ τί λέγει τὸ Πνεῦμα εἰς τὰς
ἐκκλησίας. Εἰς ἐκεῖνον ποὺ νικᾶ θὰ τοῦ δώσω νὰ φάγῃ ἀπὸ τὸ δένδρον τῆς ζωῆς, τὸ ὁποῖον εἶναι εἰς τὸν παράδεισον τοῦ Θεοῦ μου».
Ἐπιστολὴ πρὸς τὴν
ἐκκλησίαν τῆς Σμύρνης
8 Εἰς τὸν ἄγγελον τῆς ἐκκλησίας τῆς Σμύρνης γράψε: «Αὐτὰ
λέγει ὁ πρῶτος καὶ ὁ τελευταῖος, ὁ ὁποῖος ἦτο νεκρὸς καὶ ἦλθε πάλιν εἰς τὴν
ζωήν:
9 Ξέρω τὰ ἔργα σου καὶ τὴν θλῖψιν σου καὶ τὴν πτωχείαν σου,
καὶ ὅμως εἶσαι πλούσιος. Ξέρω καὶ ὅτι συκοφαντεῖσαι ἀπὸ ἐκείνους ποὺ λέγουν ὅτι
εἶναι Ἰουδαῖοι ἐνῷ δὲν εἶναι, ἀλλ’ εἶναι συναγωγὴ τοῦ Σατανᾶ.
10 Μὴ φοβᾶσαι τίποτε ἀπὸ ὅσα μέλλεις νὰ πάθῃς. Ὁ διάβολος θὰ
βάλῃ μερικοὺς ἀπὸ σᾶς εἰς τὴν φυλακὴν διὰ
νὰ δοκιμασθῆτε καὶ θὰ ὑποφέρετε δέκα
ἡμέρες. Νὰ εἶσαι πιστὸς μέχρι θανάτου καὶ θὰ σοῦ δώσω τὸ στεφάνι τῆς ζωῆς.
11 Ὅποιος ἔχει αὐτιά, ἂς ἀκούσῃ τί λέγει τὸ Πνεῦμα εἰς τὰς
ἐκκλησίας. Ὅποιος νικᾶ δὲν ἔχει τίποτε νὰ φοβηθῇ ἀπὸ τὸν δεύτερον θάνατον.
Ἐπιστολὴ πρὸς τὴν
ἐκκλησίαν τῆς Περγάμου
12 Εἰς τὸν ἄγγελον τῆς ἐκκλησίας τῆς Περγάμου γράψε: Αὐτὰ
λέγει ἐκεῖνος ποὺ ἔχει τὴν δίστομη καὶ κοφτερὴ ρομφαία:
13 Ξέρω τὰ ἔργα σου καὶ ποῦ κατοικεῖς· ἐκεῖ ποὺ εἶναι ὁ
θρόνος τοῦ Σατανᾶ· ἀλλὰ κρατᾶς στερεὰ τὸ ὄνομά μου καὶ δὲν ἀρνήθηκε τὴν πίστιν
σου σ’ ἐμένα, οὔτε κατὰ τὰς ἡμέρας ποὺ ὁ Ἀντίπας, ὁ μάρτυς μου ὁ πιστός,
ἐσκοτώθηκε εἰς τὴν πόλιν σας, ὅπου κατοικεῖ ὁ Σατανᾶς.
14 Ἀλλ’ ἔχω ἐναντίον σου ὀλίγα: ἔχεις ἐκεῖ μερικούς, ποὺ
κρατοῦν τὴν διδασκαλίαν τοῦ Βαλαάμ,
ὁ ὁποῖος ἐδίδαξε τὸν Βαλὰκ νὰ βάλῃ σκάνδαλον εἰς τοὺς Ἰσραηλίτας διὰ νὰ φάγουν κρέατα ἀπὸ τὰς θυσίας εἰς τὰ εἴδωλα καὶ
νὰ πορνεύσουν.
15 Ἔτσι ἔχεις καὶ σὺ μερικοὺς ποὺ κρατοῦν τὴν διδασκαλίαν
τῶν Νικολαϊτῶν.
16 Μετανόησε λοιπόν, ἀλλοιῶς θὰ ἔλθω γρήγορα σ’ ἐσὲ καὶ θὰ
πολεμήσω ἐναντίον τους μὲ τὴν ρομφαίαν τοῦ στόματός μου.
17 Ἐκεῖνος ποὺ ἔχει αὐτιά, ἂς ἀκούσῃ τί λέγει τὸ Πνεῦμα εἰς
τὰς ἐκκλησίας. Εἰς ἐκεῖνον ποὺ νικᾶ θὰ
τοῦ δώσω ἀπὸ τὸ μάννα τὸ κρυμμένον· θὰ τοῦ δώσω καὶ πέτραν λευκὴν καὶ εἰς
τὴν πέτραν θὰ εἶναι γραμμένον ἕνα καινούργιο ὄνομα, ποὺ δὲν ξέρει κανεὶς παρὰ
ἐκεῖνος ποὺ τὸ παίρνει».
Ἐπιστολὴ πρὸς τὴν
ἐκκλησίαν τῶν Θυατείρων
18 Εἰς τὸν ἄγγελον τῆς ἐκκλησίας τῶν Θυατείρων γράψε: «Αὐτὰ
λέγει ὁ Υἱὸς τοῦ θεοῦ, ποὺ ἔχει μάτια σὰν πύρινη φλόγα καὶ τὰ πόδια του εἶναι ὅμοια μὲ χαλκὸν ποὺ
λάμπει:
19 Ξέρω τὰ ἔργα σου, τὴν ἀγάπην σου καὶ τὴν πίστιν, τὴν
ὑπηρεσίαν σου καὶ τὴν ὑπομονήν σου καὶ ὅτι τὰ ἔργα σου τὰ τελευταῖα εἶναι
περισσότερα ἀπὸ τὰ πρῶτα.
20 Ἀλλ’ ἔχω λίγα ἐναντίον σου: ἀνέχεσαι τὴν Ἰεζάβελ, τὴν
γυναῖκα ποὺ λέγει ὅτι εἶναι προφῆτις καὶ μὲ τὴν διδασκαλίαν της πλανᾶ τοὺς
δούλους μου εἰς τὸ νὰ πορνεύουν καὶ νὰ
τρώγουν κρέατα ἀπὸ τὰς θυσίας τῶν εἰδώλων.
21 Τῆς ἔδωσα χρόνον νὰ μετανοήσῃ ἀλλὰ δὲν θέλει νὰ μετανοήσῃ
ἀπὸ τὴν πορνεία της.
22 Θὰ τὴν ρίξω λοιπὸν εἰς τὸ κρεββάτι ἄρρωστη καὶ ἐκείνους
ποὺ μοιχεύονται μαζί της, εἰς θλῖψιν μεγάλην, ἐὰν δὲν μετανοήσουν ἀπὸ τὰ ἔργα
της,
23 καὶ τὰ παιδιά της θὰ τὰ κτυπήσω μὲ θάνατον. Καὶ ὅλαι αἱ
ἐκκλησίαι θὰ γνωρίσουν ὅτι ἐγὼ εἶμαι ἐκεῖνος ποὺ ἐρευνᾶ σκέψεις καὶ καρδιὲς καὶ θὰ
ἀνταμείψω τὸν καθένα ἀπὸ σᾶς κατὰ τὰ ἔργα σας.
24 Λέγω τώρα σ’ ἐσᾶς τοὺς ὑπολοίπους εἰς τὰ Θυάτειρα, ὅσοι
δεν ἔχουν τὴν διδασκαλίαν αὐτήν, ὅσοι δὲν ἔμαθαν τὰ βάθη τοῦ Σατανᾶ, ὅπως τὰ
λέγουν μερικοί, σ’ ἐσᾶς δὲν θὰ βάλω ἄλλο βάρος,
25 ἐκεῖνο ὅμως ποὺ ἔχετε, κρατῆστέ το ἕως ὅτου ἔλθω.
26 Εἰς ἐκεῖνον ποὺ νικᾶ καὶ κάνει τὸ θέλημά μου μέχρι
τέλους, θὰ τοῦ δώσω ἐξουσίαν ἐπάνω εἰς τὰ ἔθνη
27 – ὅπως καὶ ἐγὼ ἔλαβα ἐξουσίαν ἀπὸ τὸν Πατέρα μου – καὶ θὰ
τοὺς ποιμάνῃ μὲ σιδερένια ράβδον, σὰν
πήλινα σκεύη θὰ συντριβοῦν·
28 καὶ θὰ τοῦ δώσω ἐπίσης τὸν πρωϊνὸν ἀστέρα.
29 Ἐκεῖνος ποὺ ἔχει αὐτιά,
ἂς ἀκούσῃ, τί λέγει τὸ Πνεῦμα εἰς τὰς ἐκκλησίας».
|