Ὁ Ὅσιος Ὑπάτιος καταγόταν ἀπὸ τὴν Φρυγία καὶ ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τῶν αὐτοκρατόρων Ἀρκαδίου καὶ Ὀνωρίου (395 – 423 μ.Χ.). Ἀπὸ παιδικὴ ἡλικία κατείχετο ὑπὸ ἰσχυρῆς κλίσεως πρὸς τὰ θεῖα, πλὴν ὅμως ὁ εἰδωλολάτρης πατέρας του τὸν ἐπέπληττε γι’ αὐτό, πολλὲς φορὲς δὲ τὸν ἐνέπαιζε. Ἡ στάση αὐτὴ τοῦ πατέρα του ἀνάγκασε τὸν Ὑπάτιο, σὲ ἡλικία δώδεκα ἐτῶν, νὰ ἐγκαταλείψει τὸν πατρικὸ οἶκο καὶ νὰ καταφύγει σὲ κοινόβιο τῆς Ἁλμυρισσοῦ τῆς Θράκης, ὅπου ἀσπάσθηκε τὸ μοναχικὸ βίο. Ἀργότερα, τὸ 400 μ.Χ., ἐπιθυμῶν ἀκόμη περισσότερο ἀσκητικὸ βίο, συνοδευόμενος καὶ ἀπὸ δύο ἄλλους συμμοναστές, τοὺς Τιμόθεο καὶ Μοσχίωνα, μετέβη στὴν ἀκατοίκητη καὶ ἔρημη μονὴ τοῦ Ρουφίνου ἢ Ρουφινιανῶν, κοντὰ στὴ Χαλκηδόνα, τὴν ὁποία κατέστησαν κατοικήσιμη καὶ ἐχρησιμοποίησαν ὡς ἀσκητήριο. Στὴ μονὴ αὐτὴ παρέμεινε ὁ Ὅσιος Ὑπάτιος ἀρκετὸ καιρό, ἀκολούθως δὲ ἐπέστρεψε στὸ κοινόβιο τῆς Ἁλμυρισοῦ. Οἱ μοναχοὶ ὅμως τῆς μονῆς Ρουφίνου ἔσπευσαν πρὸς αὐτὸν καὶ ἐπέτυχαν ἀπὸ τὸν ἡγούμενο τοῦ κοινοβίου τὴν ἐπιστροφὴ τοῦ Ὑπατίου στὴ μονή τους ὡς ἡγήτορος αὐτῆς. Ἡ φήμη καὶ ἡ θαυματουργικὴ χάρη, διὰ τῆς ὁποίας ὁ Θεὸς εἶχε προικίσει τὸν Ὅσιο, εἵλκυσε πρὸς τὴ μονὴ καὶ ἄλλους ζηλωτὲς τῆς μοναχικῆς πολιτείας, οἱ ὁποῖοι, τεθέντες ὑπὸ τὴν πνευματικὴ καθοδήγησή του, ἐζοῦσαν μὲ εὐαγγελικὴ ἀκρίβεια, φροντίζοντες γιὰ τὴν σωτηρία τῶν ψυχῶν τους καὶ τῶν πλησίον τους. Μὲ τὰ προϊόντα τῶν κόπων τους ἐβοηθοῦσαν τοὺς πτωχοὺς καὶ ἀσθενεῖς καὶ μὲ τοὺς λόγους, συμβουλὲς καὶ ἀρετές τους ἐστήριζαν τοὺς πιστοὺς καὶ προσείλκυαν τοὺς εἰδωλολάτρες. Σὲ ἡλικία ὀγδόντα ἐτῶν ὁ Ὅσιος, ἀσθένησε βαριὰ καὶ ἀφοῦ, κατόπιν παρακλήσεώς του, μεταφέρθηκε στὸ παρεκκλήσι τῆς μονῆς καὶ ἐκοινώνησε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, τὸ 446 μ.Χ., παρέδωσε τὸ πνεῦμα πρὸς τὸν Κύριο.
|