ΜΕΓΑΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ

Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού,Ελέησόν με τον αμαρτωλόν





  • banner

  • banner

  • banner


Ὁ Ὅσιος Ἀθανάσιος ὁ Ἀθωνίτης

Ημ. Εορτής: 5 Ιουλίου
Ημ. Γέννησης: 920 μ.Χ.
Ημ. Κοιμήσεως:
Ημ. Ανακομιδής Λειψάνων:
Πολιούχος:
Λοιπές πληροφορίες:
Εορταζόμενο όνομα:

Ὁ Ὅσιος Ἀθανάσιος γεννήθηκε στή Τραπεζὂῦντα, περί τό 920 μ.Χ., ἀπό γονεῖς εὐγενεῖς καί εὐσεβεῖς, ἀπό τούς ὁποίους ἀνατράφηκε μέ φόβο καί ἀγάπη Κυρίου, καί ὀνομαζόταν Ἀβραάμιος. Ἐπειδή οἱ γονεῖς του πέθαναν νωρίς, τή φροντίδα γιά τή μόρφωσή του ἀνέλαβε μία θεία ἀπό τή μητέρα του, τῆς διακεκριμένης οἰκογένειας τῶν Κανίτη. Θυγατέρα τῆς θείας αὐτῆς νυμφεύθηκε τόν υἱό τοῦ στρατηγοῦ Ζεφινέζερ, συγγενῆ τῶν Μαλεΐνωνκαί τῶν Φωκάδων καί ζοῦσε στή Κωνσταντινούπολη. Ἐκεῖ ὁδηγήθηκε καί ὁ Ἀβραάμιος μετά τό θάνατο τῆς θείας του.

Στή νέα πολυτελῆ κατοικία του, ὁ Ἀβραάμιος περνοῦσε τή ζωή του ἀπομονωμένος σέ μικρό δωμάτιο, ὅπου ἀσκήτευε στό μοναχικό βίο, λαμβάνοντας λιτή τροφή καί ἀναπαυόταν λίγες ἡμέρες μόνο σέ κάποιο κάθισμα. Λίγο χρόνο μετά, ἐγκατέλειψε τή φιλόξενη οἰκία τῆς ἐξαδέλφης του καί κατέφυγε στή μονή πού βρίσκεται στό ὄρος Κυμινᾶ, ἀφοῦ ἀκολούθησε τόν φημισμένμο γιά τήν εὐσέβειά του καί τίς ἀρετές του Μιχαήλ τόν Μαλεΐνο ( 12 Ἰουλίου), πού ἦταν ἡγούμενος τῆς μονῆς καί στενός συγγενής τοῦ Νικηφόρου Φωκά, ἀπό τόν ὁποῖο ἐκάρη μοναχός καί μετονομάσθηκε Ἀθανάσιος.

Οἱ ἀδελφοί τῆς μονῆς σύντομα ἀναγνώρισαν τήν ὑπέροχη διανοητική καί ἠθική ἀξία τοῦ Ἀθανασίου καί προσέτρεχαν κοντά του, ἐπιζητώντας νά πλουτίσουν τίς γνώσεις τους καί νά ἀρυσθοῦν ἠθικά ὀφέλη ἀπό τήν συναναστροφή του. Ἀλλά καί ἡ ἐκτίμηση καί ἡ ἀγάπη τοῦ Μιχαήλ πρός τόν Ἀθανάσιο ἦταν ἐξαιρετικά ἰδιαίτερη καί ἀπέραντη. Μέ αὐτό τόν τρόπο, ὅταν ὁ Νικηφόρος Φωκᾶς καί ὁ ἀδελφός του Λέων, ὁ πρῶτος δομέστικος τῶν Σχολῶν τῆς Ἀνατολῆς, καί ὁ δεύτερος δομέστικος τῶν Σχολῶν τῆς Δύσεως, ἐπισκέφθηκαν τόν θεῖο τους Μιχαήλ, ἐκεῖνος παρουσιάζοντας τόν Ἀθανάσιο, εἶπε πρός αὐτούς: «       Ἰδού ὁ υἱός μου Ἀθανάσιος, ἀπό σήμερα θα εἶναι ὁ πνευματικός ὁδηγός».

Ἡ πρώτη αὐτή πνευματική ἐπαφή καί συνομιλία τοῦ Νικηφόρου μέ τόν Ἀθανάσιο τόσο τόν ἐπηρέασε, ὥστε αἰσθάνθηκε γι’ αὐτόν πραγματική λατρεία. Τό 958 μ.Χ., γιά νά ἀποφύγει τό βαρύ ἔργο τοῦ ἡγουμένου, γιά τό ὁποῖο τόν προόριζε ὁ ἀσθενής Μιχαήλ, ἐγκατέλειψε κρυφά τή μονή καί κατέφυγε στό Ἅγιον Ὄρος, ὅπου παρουσιάσθηκε στόν ἐνάρετο καί ἀγράμματο γέροντα Βαρνάβα, προσποιούμενος καί αὐτός τόν ἀγράμματο, ζήτησε καί τέθηκε ὑπό τήν προστασία του. Ἡ φυγή τοῦ Ἀθανασίου λύπησε σφόδρα τόν Μιχαήλ, ὁ ὁποῖος ἔσπευσε νά ἀνακοινώσει τό γεγονός καί στούς ἀνηψιούς του. Ὁ Νικηφόρος ἀνέθεσε στό διοικητή τῆς Θεσσαλονίκης νά ἐρευνήσει γιά τήν ἀνεύρεση τοῦ Ἀθανασίου. Οἱ ἔρευνές του ὅμως ἀπέβησαν μάταιες, διότι ὁ πρωτᾶτος πού ἀναγνώρισε τόν Ἀθανάσιο, μέ τήν παράκλησή του, δέχθηκε νά τόν ἀποκρύψει, ὑπό τόν ὅρο ὅτι θα μετέβαινε στό κελί κοντά στίς Καρυές, γιά νά βρίσκεται κοντά σέ αὐτόν καί νά τοῦ δίνει τίς συμβουλές του γιά σοβαρά ζητήματα. Παρά ταῦτα, ὁ Ἀθανάσιος δέν κατόρθωσε νά παραμείνει μέχρι τέλους στήν ἀφάνεια. Ὁ στρατηγός Λέων, ἀδελφός τοῦ Νικηφόρου, ἀφοῦ κατανίκησε τούς Σκύθες, πέρασε ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος, γιά νά εὐχαριστήσει τή Θεοτόκο. Κατά τήν ὁλιγοήμερη ἐκεῖ παραμονή του, ἀπό ἀκριτομυθίες, πληροφορήθηκε τήν παρουσία κάποιου μοναχοῦ κοντά στόν Βαρνάβα, ἀπό τήν περιγραφή τοῦ ὁποίου σχημάτισε τήν βεβαιότητα ὅτι ἐπρόκειτο γιά τόν Ἀθανάσιο. Μία ἡμέρα, λοιπόν, χωρίς νά προαναγγελθεῖ, μετέβη στό κελί του καί ὅλως αἰφνιδίως ἔπιασε τόν Ἀθανάσιο νά προσεύχεται. Ἀμέσως τόν ἀγκάλιασε καί τόν ἀσπάσθηκε μέ θερμότητα. Ὁ Ἀθανάσιος εὐχαρίστησε τόν Λέοντα γιά τήν ἀγάπη του καί τόν παρακάλεσε νά μην τόν ἀποσπάσει ἀπό τό ἐρημητήριό του. Το 960 μ.Χ., ὁ Νικηφόρος ἀφοῦ ἐκστράτευσε ἐναντίων τῶν Ἀράβων πειρατῶν στή Κρήτη, ἀπέστειλε πολεμικό πλοῖο καί παρέλαβε τόν Ἀθανάσιο, γιά νά τόν ἔχει στό πλευρό του καί συνδιαλεγόταν καί συμπροσευχόταν μαζί του. Ἡ συνάντηση τῶν δύο φίλων ἦταν συγκινητική. Ὁ ἕνας ἔπεσε στήν ἀγκαλιά τοῦ ἄλλου, ὁ δέ Νικηφόρος ἐξωτερίκευσε τή σκέψη του ὅτι μετά τήν εὐτυχῆ ἔκβαση τῆς ἐκστρατείας, ἐπρόκειτο νά τερματίσει τή στρατιωτική του σταδιοδρομία καί θα μετέβαινε στό Ἅγιον Ὄρος γιά νά μονάσουν ἀπό κοινοῦ μαζί μέ τόν ἐκλεκτό φίλο καί πνευματικό του. Ὁ Ἀθανάσιος παρέμεινε στήν Κρήτη καθ’ ὅλη τή διάρκεια τῆς ἐκστρατείας βοηθώντας τόν Νικηφόρο μέ τίς προσευχές καί τίς συμβουλές του, μετά δέ τό αἴσιο τέλος αὐτῆς, ἀρνήθηκε νά μεταβεῖ μέ τό Νικηφόρο στή Κωνσταντινούπολη καί ἐπανῆλθε στήν κατοικία του στό Ἅγιον Ὄρος.

Το 961 μ.Χ. μέ τήν ἁδρή χορηγία τοῦ ἤδη αὐτοκράτορος Νικηφόρου, ἄρχισε τήν ἀνέγερση τῆς Μονῆς Μεγίστης Λαύρας, στήν ὁποία πλῆθος μοναχῶν συνέρεε ἑλκόμενο ἀπό τή φήμη τοῦ Ἀθανασίου. Πιθανῶς περί τό 1001, κατά τήν ἀνέγερση τοῦ θόλου τοῦ ἱεροῦ βήματος τοῦ ναοῦ, ὁ Ἀθανάσιος ἀνῆλθε μαζί μέ τούς ἕξι μαθητές του, γιά νά ἐπιθεωρήσουν τήν ἐργασία πού συνετελεῖτο, γκρεμίσθηκε μαζί τους μέσα στό ναό, ὅταν κατέπεσε ὁ θόλος καί βρῆκαν ἔτσι τραγικό θάνατο.

Ὁ Ὅσιος Ἀθανάσιος ὑπῆρξε ὁ ἱδρυτής τῆς κοινοβιακῆς ζωῆς τοῦ Ἁγίου Ὄρους καί ἀναδείχθηκε ἐφάμιλλος τῶν μεγάλων ἀσκητῶν τῆς παλαιοχριστιανικῆς ἐποχῆς, εἶχε δέ προικισθεῖ ἀπό τό Θεό μέ θαυματουργική χάρη, θεραπεύοντας τούς ἀσθενεῖς πού προσέρχονταν μέ πίστη διά ἐπιθέσεως τῶν χειρῶν ἤ ἀκόμα καί ἀγγίζοντάς τους ἁπλῶς μέ τό ραβδί του.


Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ'. Τὴν ὡραιότητα.

Τήν ἐν σαρκί ζωήν σου κατεπλάγησαν, Ἀγγέλων τάγματα, πῶς μετά σώματος, πρός ἀοράτους συμπλοκάς, ἐχώρησας ἀοίδιμε, καί κατετραυμάτισας τῶν δαιμόνων τάς φάλαγγας· ὅθεν Ἀθανάσιε, ὁ Χριστός σε ἠμείψατο πλουσίαις δωρεαῖς. Διό Πάτερ πρέσβευε, σωθῆναι τάς ψυχάς ἡμῶν.

 

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.

Τόν ὑπέρλαμπρον λύχνον τόν ἐν Ἄθῳ ἐκλάψαντα, τῆς ἀθανασίας τῇ αἴγλῃ διά βίου λαμπρότητος, τῆς πράξεως τόν ὅρον τόν σαφῆ, τήν στήλην τῶν λαμπρῶν θεωριῶν, Ἀθανάσιον ὑμνήσωμεν, τόν κλεινόν, ἀπὸ ψυχῆς κραυγάζοντες· δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σέ θαυμαστώσαντι, δόξα τῷ φωταυγοῦντι διά σοῦ, τοῦ Ὄρους τά συστήματα.


Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.

Χριστοῦ τό ζυγόν, λαβών Ἀθανάσιε, καὶ σοῦ τόν σταυρόν, ἐπ’ ὤμων ἀράμενος, μιμητής πανάριστος, τῶν αὐτοῦ παθημάτων γέγονας, κοινωνός τε τῆς δόξης αὐτοῦ, τῆς θείας μετέχων καὶ ἀλήκτου τρυφῆς.

 

Ἔτερον κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ'. Τῇ ὑπερμάχω.

Ὡς τῶν Ὁσίων κοινωνόν καί τύπον ἄριστον

Καὶ τῶν ἐν Ἄθῳ ὁδηγόν καὶ προεξάρχοντα

Ἀνυμνοῦμέν σε οἱ δοῦλοί σου, θεοφόρε.

Ἀλλ’ ὡς ἔχων παρρησίαν πρός τόν Κύριον

Ἐκ ποικίλων συμφορῶν ἡμᾶς ἀπάλλαξον

Τούς βοῶντάς σοι· Χαίροις Πάτερ Ἀθανάσιε.


Μεγαλυνάριον.

Τόν τῆς ἡσυχίας θεῖον πυρσόν, καί τῶν ἐν τῷ Ἄθῳ, Μοναζόντων καθηγητήν, τόν τάς πανουργίας, ἐχθροῦ νενικηκότα, ὑμνήσωμεν συμφώνως, νῦν Ἀθανάσιον.



  • banner

  • banner

  • banner