Ἡ Ἁγία
Ἰουλίττα καταγόταν ἀπό τήν Καισάρεια καί ἄθλησε στά χρόνια τοῦ αὐτοκράτορος Ἰουλιανοῦ
τοῦ Παραβάτου (361 – 363 μ.Χ.). Τά σχετικά μέ τήν Ἁγία διηγεῖται ὁ Μέγας
Βασίλειος σέ πανηγυρικό λόγο πού ἐκφώνησε, τό 375 μ.Χ., στήν ἑορτή τῆς μνήμης
της.
Ἡ Μάρτυς
Ἰουλίττα διακρινόταν γιά τό σωματικό κάλλος, τήν ἀρετή καί τήν σωφροσύνης της.
Ὅταν πέθανε ὁ σύζυγός της, βρέθηκε κάτοχος τεράστιας κινητῆς καί ἀκινήτου
περιουσίας, τήν ὁποία ἄρχισε νά προσφέρει σέ φιλανθρωπικά ἔργα καί πρός
ἀνακούφισιν τῶν πασχόντων συμπολιτῶν της. Πλεονέκτης εἰδωλολάτρης ἄρχοντας,
γνωρίζοντας ὅτι ἡ Ἰουλίττα ἦταν ἀπροστάτευτη, σκέφθηκε νά τῆς ἁρπάξει τήν
περιουσία. Γι’ αὐτό τήν ἐνέπλεξε σέ δίκες, μετερχόμενος ἐναντίον της κάθε
θεμιτό καί ἀθέμιτο μέσο. Ὁ Μέγας Βασίλειος, ἀφοῦ παρακλήθηκε ἀπό τήν Ἰουλίττα
καί γνωρίζοντας τό δίκαιο αὐτῆς, δέχθηκε νά τήν προστατεύσει, καί ἀπέστειλε
σχετικά ἐπιστολή σέ κάποιον ἄρχοντα, ὀνόματι Παλλάδιο, πού ἦταν ἄνθρωπος
εὐσεβής καί ἀγαθός καί ὁ ὁποῖος μποροῦσε νά συνηγορήσει στόν ἔπαρχο γιά τήν
Ἰουλίττα. Ἡ δίκη διήρκεσε γιά πολύ, ὁ δέ ἀντίδικός της, ἀφοῦ πληροφορήθηκε τήν
δυσμενῆ γι’ αὐτόν ἀπόφαση, κατήγγειλε τήν Ἰουλίττα ὡς Χριστιανή, γεγονός τό
ὁποῖο, σύμφωνα μέ τήν αὐτοκρατορική διαταγή, στεροῦσε ἀπό αὐτήν κάθε δικαίωμα
κατοχῆς κτηματικῆς περιουσίας. Αφοῦ συνελήφθη κατόπιν τῆς παραγγελίας αὐτῆς, ἡ
Ἰουλίττα κλήθηκε νά θυσιάσει στά εἴδωλα. Περιφρονώντας τά ἀγαθά τοῦ κόσμου μέ
θάρρος ἀρνήθηκε ἀναφωνώντας: «ἐρρέτω ὁ
βίος καί ἡ τούτου δόξα· ἐγώ γάρ τόν τῶν ἁπάντων Δημιουργόν καί Ποιητήν οὐκ
ἀρνήσομαι». Ἡ ὁμολογία της αὐτή δήλωνε καί τό τέλος της. Διότι, ἀμέσως, ὁ
ἔπαρχος διέταξε νά τήν ρίξουν μέσα σέ πυρακτωμένη κάμινο, ὅπου ἔλαβε τόν
μαρτυρικό θάνατο. Τό ἱερό λείψανό της, ἀφοῦ παρέμεινε σῶο ἀπό τήν φωτιά,
παρελήφθη ἀπό τούς Χριστιανούς καί ἐνταφιάσθηκε εὐλαβικά.
|