Ὁ Ὅσιος Νεῖλος ὁ
Ἡγιασμένος, εἶναι ἡ σημαντικότερη
ἀσκητική φυσιογνωμία τοῦ Θεσπρωτικοῦ
χώρου. Μέ τήν ἁγία του ζωή καί τούς
ἀσκητικούς του ἀγῶνες, καθαγίασε μέ
τό πέρασμά του τήν ἐπαρχία τῆς Παραμυθίας
καί κληροδότησε ὡς πολύτιμο θησαυρό,
τήν περιώνυμο καί ἔνδοξη Ἱερά Μονή
Γηρομερίου, πού ὁ ἴδιος ἵδρυσε, ἡ ὁποία
καί ἀνεδείχθη ἕνας ἀπό τούς σπουδαιότερους
πνευματικούς φάρους καί σήμερα ἀποτελεῖ
ἕνα ἀπό τά πλέον σημαντικά ἱστορικά
μνημεῖα τῆς Ἠπείρου. Πατρίδα
τοῦ Ὁσίου Νείλου ἦταν ἡ τότε Βασιλεύουσα,
ἡ Κωνσταντινούπολη, ὅπου καί γεννήθηκε
περίπου τό 1228 μ.Χ. Ἡ καταγωγή του μάλιστα,
ἦταν ἀπό τήν βασιλική οἰκογένεια τῶν
Λακσαρέων. Τά πλούτη καί ἡ δόξα ὅμως,
δέν μπόρεσαν νά νικήσουν τόν πόθο τοῦ
μοναχικοῦ βίου, πού εἶχε φωλιάσει στήν
ψυχή του καί ἔτσι τά ἐγκατέλειψε ὅλα
καί σέ νεότατη ἡλικία ἔγινε μοναχός
στήν περίφημη Μονή τῶν Ἀκοιμήτων. Ἐκεῖ,
ἐπιδόθηκε σέ μεγάλους ἀσκητικούς
ἀγῶνες, μέ μεγάλη αὐταπάρνηση, ἐγκράτεια
και προσευχή και ἔγινε “σκεῦος
καθαρόν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος”. Μετά
ἀπό ἀρκετά χρόνια, ἐπανῆλθε στήν
Κωνσταντινούπολη και χωρίς νά ἀποκαλύψει
τήν ταυτότητά του, πλησίασε τήν μητέρα
και τήν ἀδελφή του σάν ἄγνωστος ζητιάνος
καί ἔλαβε ἀπό αὐτές ἑλεημοσύνη. Κατόπιν
ἐπισκέθηκε τά Ἱεροσόλυμα μαζί μέ ἄλλους
προσκυνητές καί ἐπιστρέφοντας στήν
Κωνσταντινούπολη ἀκολουθώντας κάποιον
σεβαστό γέροντα, δέν δίστασε νά ἐλέγξει
τόν ἴδιο τόν αὐτοκράτορα Μιχαήλ
Παλαιολόγο, γιά τήν προσπάθειά του νά
ὑποτάξει τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία στήν
ἐξουσία τοῦ Πάπα τῆς Ρώμης. Ὡς ἀπάντηση
τοῦ αὐτοκράτορα, ἦλθε ἡ καταδίκη τους,
νά ἀφεθοῦν στό πέλαγος ἀβοήθητοι,
χωρίς τρόφιμα καί κουπιά, γιά νά χαθοῦν.
Παλεύοντας μέ τά κύματα γιά σαράντα
ἡμέρες, κάτω ὅμως ἀπό τήν σκέπη τῆς
Θείας Πρόνοιας, ἀποβιβάσθηκαν στήν
παραλία τῆς Μονῆς τῶν Ἁγίων Ἀββάδων
(πιθανῶς τῆς Μονῆς τῶν Ἰβήρων τοῦ
Ἁγίου Ὄρους). Μετά ἀπό παρέλευση τριών
ἐτῶν, κατά τά ὁποία ὁ Ὅσιος Νεῖλος
παρέμεινε στή Μονή ὡς θυρωρός, γιά μία
ἀκόμη φορά γύρισε στήν Βασιλεύουσα,
ὅπου τιμήθηκε ὡς Ὀμολογητής τῆς
πίστεως ἀπό τόν νέο αὐτοκράτορα, τόν
εὐσεβή Ἀνδρόνικο Παλαιολόγο. Ὅμως,
φύση ἀνήσυχη καθώς ἦταν, ξαναέφυγε ἀπό
τήν Πόλη καί ἀφιέρωσε τόν ὑπόλοιπο
χρόνο τῆς ζωῆς του σέ διάφορα προσκυνήματα
καί μοναστήρια τῶν Ἁγίων Τόπων. Κατ’
αὐτόν τόν τρόπο πέρασε ἀπό τήν Ἐρυθρά
Θάλασσα, τήν περιοχή τῶν Σοδόμων, τό
ὄρος Σινᾶ, τό Καρμήλιον ὄρος, τήν
Ἱεριχῶ, τόν Ἰορδάνη ποταμό καί τήν
Μονή τοῦ Ἀββά Γερασίμου καί στήν
συνέχεια, περνώντας τά χρόνια “ἐν
πολλή κακουχία καί ἀσκήσει”, διά
μέσου πιθανῶς τῶν νησιῶν Κύπρου, Ρόδου
καί Κυκλάδων, πέρασε ἀπό τήν Πελοπόννησο
καί τήν Κέρκυρα καί τελικά ἔφθασε στήν
Ἤπειρο, σέ τόπο ὀνομαζόμενο Ὠρυκόν ἤ
Ἱεριχῶ, κοντά στήν σημερινή Αὐλῶνα
τῆς Βορείου Ἠπείρου, ὅπου ἐγκαταστάθηκε
σέ μία μικρή καλύβα. Μετά ὅμως ἀπό
παράκληση θεοφιλῶν κατοίκων τῆς
Θεσπρωτίας, μετέβη νοτιότερα, στήν
περιοχή τοῦ Γηρομερίου, καί ἐγκαταστάθηκε
στήν σπηλιά ἑνός ἀπότομου βράχου.
Σύντομα, γύρω ἀπό τόν σεβάσμιο ἀσκητή,
δημιουργήθηκε μικρή ἀδελφότητα μοναστῶν,
ἐνῶ παράλληλα, ἡ φήμη καί ἡ πνευματική
του ἀκτινοβολία συνεχῶς ἐξαπλωνόταν. Ἡ
παράδοση τῆς περιοχῆς ἀναφέρει, ὅτι
κατά καιρούς, στό ἀπέναντι βουνό, μέσα
στό πυκνό δάσος, ὁ Ὅσιος ἔβλεπε τίς
νύχτες κάποιά θεϊκή λάμψη, σάν φωτιά.
Αὐτό παρακίνησε τούς ἀσκητές νά
ἀναζητήσουν τήν πηγή αὐτῆς τῆς
παράξενης φωτιᾶς καί νά ὁδηγηθοῦν
στήν ἀνακάλυψη τῆς ἱερᾶς εἰκόνος τῆς
Παναγίας, ἡ ὁποία καί ἔγινε ἀφορμή νά
δεχθοῦν σάν θέλημα τοῦ Θεοῦ νά κτισθεῖ
στήν θέση αὐτή τό Μοναστήρι. Μετά
ἀπό πολλούς κόπους καί ὕστερα μέ τήν
βοήθεια τῶν βασιλέων τοῦ Δεσποτάτου
τῆς Ἠπείρου, ἀλλά καί τῶν τοπικῶν
ἀρχόντων, κατόρθωσαν νά ὁλοκληρώσουν
καί νά τελειοποιήσουν τό Μοναστήρι, τό
ὁποῖο ὀργανώθηκε πάνω στίς βάσεις καί
στίς ἀρχές τοῦ κοινοβιακοῦ μοναχισμοῦ
καί νά τό ἀναδείξουν ὡς ἕνα ἀπό τά
σπουδαιότερα μοναστικά κέντρα τῆς
Ἠπείρου. Σέ
βαθύ γῆρας πλέον, 106 ἑτῶν, καί ἔχοντας
τελειώσει τό ἔργο του, ὁ Ὅσιος Νεῖλος,
ὅρισε διάδοχό του καί κανόνισε τά τῆς
ταφῆς του, ζητώντας νά τόν θάψουν στόν
τάφο πού ὁ ἴδιος εἶχε ἐτοιμάσει, ἑκτός
τῆς Μονῆς, δίπλα στόν παρακείμενο
χείμαρρο. Ἄφησε ὡς ἱερᾶ παρακαταθήκη
καί κανονισμό γιά τήν λειτουργία τῆς
Μονῆς, τήν ἰδιόχειρη Διαθήκη του καί
παρέδωσε τήν ἁγία του ψυχή στά χέρια
τοῦ Θεοῦ, τήν νύχτα τῆς 1ης Ἰανουαρίου
τοῦ ἔτους 1334 μ.Χ.
Ἡ
μνήμη τοῦ Ὁσίου Νείλου, ἐπαναλαμβάνεται
καί στί 16 Αὐγούστου.
|